Ένα εξάμηνο περίπου από τότε που άνοιξε η δημόσια συζήτηση για το θέμα, σε συνέχεια των μέτρων που έλαβαν άλλοι, από την Ιταλία και τη Βουλγαρία μέχρι τη Γαλλία και τη Γερμανία, και αφού μεσολάβησαν η συνέλευση του ΣΕΒ, κυβερνητικές δεσμεύσεις, συσκέψεις και πάμπολλες ασκήσεις, η Ελλάδα φαίνεται να βρίσκεται κοντά στην ανακοίνωση του δικού της πακέτου μέτρων.
Το σχήμα στήριξης έχει οριστικοποιηθεί ως προς το βασικό του πυρήνα, οι ανακοινώσεις πιθανώς να γίνουν από εβδομάδα με την επιστροφή του υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας Στ. Παπασταύρου από τις ΗΠΑ, και η φόρμουλα φαίνεται να αποτελείται από ένα μείγμα παρεμβάσεων, με την επιδότηση της ετήσιας κατανάλωσης των ωφελούμενων να κινείται στο 25% και τα συνολικά κονδύλια να είναι σε αισθητά χαμηλότερα από εκείνα που είχε εισηγηθεί ο ΣΕΒ (285 εκατ. τον χρόνο).
Τα χρήματα δεν θα προέρχονται από το κρατικό προϋπολογισμό, όπως κατέστησαν σαφές χθες άνθρωποι με γνώση των διεργασιών. Βασική πηγή χρηματοδότησης του ελληνικού «πακέτου» θα είναι τα έσοδα από τις δημοπρασίες δικαιωμάτων CO2, όπως λένε οι ίδιες πηγές, ενώ η περίμετρος των ωφελούμενων θα είναι λελογισμένη, χωρίς σε αυτούς να περιλαμβάνονται σούπερ μάρκετ και μεγάλες εμπορικές αλυσίδες.
Στο σενάριο που το πακέτο περιλάμβανε και non-intensive energy consumers, o κίνδυνος να απορριφθεί η παρέμβαση από τη Κομισιόν και να θεωρηθεί ως παράνομη κρατική ενίσχυση, θα ήταν πολύ μεγάλος.
Η ελληνική εκδοχή του ιταλικού μοντέλου
Ο πρώτος άξονας των μέτρων λέγεται ότι αφορά την ελληνική εκδοχή του ιταλικού μοντέλου (το τελευταίο έχει εγκριθεί από τις Βρυξέλλες), που εξασφαλίζει σταθερή και ανταγωνιστική τιμή ρεύματος για ένα ποσοστό της κατανάλωσης των επιχειρήσεων επί μία 3ετία, μέσω ενός «ενεργειακού δανείου» πράσινου ρεύματος.
Το σχήμα παραμένει στο παιχνίδι, προσαρμοσμένο ωστόσο στις δικές μας ανάγκες. Το σκέλος που αφορά μαζικές επενδύσεις σε νέες ΑΠΕ ως αντιστάθμισμα για την επιδότηση του ρεύματος των ιταλικών βιομηχανιών, δεν θα περιλαμβάνεται με την ίδια μαζικότητα στο ελληνικό μοντέλο.
Οι ωφελούμενοι ναι μεν θα υποχρεούνται να ξεπληρώσουν το «δάνειο» σε βάθος χρόνου (σε ορίζοντα 20ετίας στην Ιταλία), επιστρέφοντας στο σύστημα πολύ μεγαλύτερες ποσότητες ενέργειας απ' αυτήν που απορρόφησαν, χωρίς ωστόσο τη δέσμευση να προβούν σε ένα «τσουνάμι» νέων φωτοβολταϊκών στην ήδη κορεσμένη ελληνική αγορά.
Το ελληνικό μοντέλο θα προβλέπει και αυτό την παροχή πράσινου ρεύματος στη βιομηχανία σε σταθερή τιμή για τρία χρόνια (65 ευρώ ανά MWh στην Ιταλία), ωστόσο λογικά θα «αποκλίνει» από την υποχρέωση κατασκευής ή χρηματοδότησης νέων έργων ΑΠΕ από τις ίδιες τις επιχειρήσεις που στην γείτονα δεσμεύονται να επιστρέψουν διπλάσια ενέργεια από αυτήν που απορρόφησαν σε ορίζοντα 20ετίας.
Σε μια συγκυρία όπου έχει ήδη αναπτυχθεί ένα τεράστιο χαρτοφυλάκιο φωτοβολταϊκών και αιολικών στην Ελλάδα δεν εξυπηρετεί το να «πλημμυρίσει» η αγορά με ακόμη περισσότερα νέα έργα ΑΠΕ, όπως αναμένεται στην Ιταλία. Αλλωστε εκεί υπάρχει περισσότερος «ηλεκτρικός χώρος» για τέτοιες επενδύσεις απ’ ό,τι στην Ελλάδα.
Η αντιστάθμιση
Ο δεύτερος άξονας φαίνεται ότι θα αφορά ακόμη μεγαλύτερα ποσά απ’ αυτά που παίρνουν οι βιομηχανίες ως αντιστάθμιση του αυξημένου ενεργειακού τους κόστους. Τα έσοδα από τις δημοπρασίες δικαιωμάτων CO2 που εισπράττουν ως αντιστάθμιση πιθανότατα θα αυξηθούν.
Τα ετήσια σήμερα έσοδα για τη χώρα μέσω του Συστήματος Εμπορίας Εκπομπών της ΕΕ είναι περίπου 1 δισ. ευρώ και το 20% (200 εκατ. ευρώ) καταλήγει στις ενεργοβόρες επιχειρήσεις. Το ανώτατο πλαφόν βάσει του οποίου το ΥΠΕΝ έχει τη δυνατότητα να αυξήσει το παραπάνω ποσοστό είναι το 25%. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι εξασφαλίζονται για τις βιομηχανίες επιπλέον 50 εκατ. τον χρόνο.
Ο τρίτος άξονας, για τον οποίο γίνονται ακόμη συζητήσεις, δεν αποκλείεται να αφορά κάποια χρηματοδότηση από κοινοτικά ταμεία. Τον Σεπτέμβριο ο Πρωθυπουργός κατά την ομιλία του στη ΔΕΘ είχε μιλήσει για την ανάγκη να «ξεκλειδώσουν» πόροι για τη μείωση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας με κονδύλια του Ταμείου Εκσυγχρονισμού (Modernisation Fund).
Πέραν αυτών, το τελευταίο διάστημα είχαν ακουστεί πολλά ακόμη. Από τη μείωση του ΕΤΜΕΑΡ που πληρώνουν οι βιομηχανίες (εξαιρετικά δύσκολο καθώς πρέπει να γίνει κοινοποίηση στις Βρυξέλλες για να αλλάξει όλο το σχήμα), έως την ανακατεύθυνση πόρων από τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας για την ενίσχυση της βιομηχανίας. Το τελευταίο συνοψίζεται σε μεγαλύτερες από τις σημερινές εκπτώσεις που δικαιούται η ενεργοβόρος βιομηχανία επί των χρεώσεων χρήσης συστήματος, μέσω της μεταφοράς σε αυτές μέρους από το κόστος ανακατανομής των μονάδων (redispatching) στο σύστημα για λόγους ευστάθειας.
Το στοίχημα δεν είναι εύκολο, καθώς τα μέτρα όχι μόνο πρέπει να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα επιχειρήσεων εξασφαλίζοντας στη πράξη και όχι στα λόγια ανταγωνιστικό κόστος ρεύματος, αλλά και να είναι συμβατά με την κοινοτική νομοθεσία, που σημαίνει ότι πρέπει να προσομοιάζουν πολύ στο ιταλικό μοντέλο, που έχει πάρει την έγκριση της Κομισιόν (ειδάλλως θα θεωρηθούν παράνομο state aid).
Στην κατεύθυνση αυτή, το ΥΠΕΝ προσμετρά και τις ευρύτερες ισορροπίες με τις Βρυξέλλες και έχει καταλήξει ότι δεν έχει νόημα σε αυτή τουλάχιστον τη φάση να δώσει μάχη για ακόμη καλύτερους όρους πέραν αυτών που εξασφάλισε η Ιταλία, όταν έχει μπροστά του μια πληθώρα ανοικτών θεμάτων με την Κομισιόν (από παλιά σχήματα στήριξης, μέχρι τις ΥΚΩ, κ.λπ.).
Πηγή: euro2day.gr