BACK TO
TOP
Επιχειρηματικά Projects

Μισή τιμή πιάνουν έξω τα εγχώρια οπωροκηπευτικά

Σχεδόν στη µισή τιµή από τους συναδέρφους τους στη Νότια Ευρώπη πληρώνονται οι Έλληνες καλλιεργητές φρούτων και λαχανικών για τα προϊόντα που παραδίδουν στις ξένες αγορές, αδυνατώντας να κεφαλαιοποιήσουν την υπεραξία των προϊόντων τους.

Manwsis_Iatridis

Λεωνίδας Λιάμης

22
0

Τα νούµερα µάλιστα είναι αποκαλυπτικά, καθώς η µέση τιµή για τα πυρηνόκαρπα, την περσινή περίοδο του 2017, ήταν 54 λεπτά το κιλό για το ελληνικό συσκευασµένο προϊόν, όταν η Ισπανία πουλούσε 94 λεπτά, η Ιταλία 96 λεπτά και η Γαλλία µε 1,43 ευρώ το κιλό. Αντίστοιχα, στα καρπούζια και τα πεπόνια, το 2017 η χώρα µας πούλησε µεσοσταθµικά στα 26 λεπτά, οι Ισπανοί στα 52 λεπτά και οι Ιταλοί στα 40 λεπτά. Στα µηλοειδή, τα ελληνικά φρούτα έπιασαν κατά µέσο όρο 40 λεπτά το κιλό, όταν οι Ιταλοί πήραν 88 λεπτά και οι Ισπανοί 72 λεπτά το κιλό. Να σηµειωθεί, βέβαια, ότι µόνη εξαίρεση αποτελούν τα ελληνικά σταφύλια, στα οποία η χώρα µας πλησιάζει να έχει ανάλογες τιµές µε τους ανταγωνιστές µας.

Αιτία που χάνεται η υπεραξία των ελληνικών φρούτων και λαχανικών, µεταξύ άλλων τα δαιδαλώδη δίκτυα διακίνησης των αγροτικών προϊόντων στη χώρα µας, που αδυνατούν να διαµορφώσουν έναν ενιαίο λόγο στις διεθνείς αγορές και να αξιοποιήσουν τα όποια πλεονεκτήµατα έχει η εγχώρια παραγωγή. Στην Ισπανία τη διακίνηση των πυρηνόκαρπων έχουν 4 Κοινοπραξίες και στις ΗΠΑ 6 µεγάλα σχήµατα. Αντίθετα, στη χώρα µας δραστηριοποιούνται περισσότερες από 100 επιχειρήσεις και πολλαπλάσιος αριθµός µεσαζόντων, µε τους οποίους καλείται να συνοµιλεί κάθε παραγωγός.

Κάπου εκεί και σε συνδυασµό µε το στο θεσµικό πλαίσιο που διέπει τη φορολογία και το ασφαλιστικό των αγροτών σε εφαρµογή του νόµου 4387/2016, η «µαύρη διακίνηση» αγροτικών προϊόντων έρχεται να αναδειχθεί στο µεγάλο νικητή, καθώς οι αγρότες υπό το βάρος της εφορίας σπεύδουν να επωφεληθούν των προσφορών που ακούγονται για διάθεση προϊόντος χωρίς παραστατικά ή µε υποτυπώδη καταγραφή της πώλησης.

Άλλωστε πρέπει να σηµειωθεί ότι η έξαρση της παράνοµης διακίνησης τα τελευταία χρόνια φαίνεται να διευκολύνεται από τις αναχρονιστικές δοµές µιας αγοράς η οποία αφήνει πολλά περιθώρια δράσης στο «µαύρο χρήµα», το οποίο µε τη σειρά του βρίσκει συχνά τη δικαίωσή του στο πεδίο της αγροτικής παραγωγής, όπου η συγκρότηση είναι ασταθής και οι συντελεστές του χώρου δεν διακρίνονται για την επαγγελµατική τους παιδεία και συνείδηση.

 Ο πολυκερματισμός και η «μαύρη αγορά» χαλάνε τη διεθνή καριέρα των παραγωγών

 Σε «Αχίλλειο πτέρνα» για την εµπορική καριέρα των εγχώριων φρούτων στη διεθνή σκηνή έχει εξελιχθεί ο πολυκερµατισµός της παραγωγής και η έλλειψη καθοδήγησης στην καλλιέργεια τόσο των ειδών, όσο και των ποσοτήτων που ζητούν οι αγορές, µε συνέπεια οι τιµές τους, συγκριτικά µε εκείνες ανταγωνιστριών χωρών της Νότιας Ευρώπης, να κυµαίνονται κατά µέσο όρο από 30% έως και 50% χαµηλότερα.

Έτσι, ενώ η χώρα µας φιγουράρει στις υψηλές θέσεις της λίστας µε τους  µεγαλύτερους παραγωγούς και εξαγωγείς φρούτων διεθνώς, όπως για παράδειγµα στην κοµπόστα που αποτελεί πρώτη δύναµη, στα ακτινίδια όπου κατέχει την 3η θέση και στα επιτραπέζια ροδάκινα και νεκταρίνια την 4η θέση, στο τέλος της ηµέρας δεν µπορεί να κεφαλαιοποιήσει αυτή την υπεροχή σε όρους προστιθέµενης αξίας ζηµιώνοντας καταρχάς τους παραγωγούς και κατ’ επέκταση την εθνική οικονοµία.

 

Ετεροβαρής η σύγκριση σε πυρηνόκαρπα και µηλοειδή

«Η µέση τιµή για τα πυρηνόκαρπα, την περσινή περίοδο του 2017, ήταν 54 λεπτά το κιλό για το ελληνικό συσκευασµένο προϊόν, όταν η Ισπανία πουλούσε 94 λεπτά το κιλό, η Ιταλία 96 λεπτά το κιλό κι η Γαλλία µε 1,43 ευρώ το κιλό. Στα καρπούζια και τα πεπόνια, αντιστοίχως, το 2017 εµείς πουλήσαµε µεσοσταθµικά στα 26 λεπτά το κιλό, οι Ισπανοί 52 λεπτά και οι Ιταλοί µε 40 λεπτά το κιλό, ενώ τραγική ήταν η κατάσταση και στα µηλοειδή, αφού τα ελληνικά προϊόντα απόλαυσαν, κατά µέσο όρο, µια τιµή στα 40 λεπτά το κιλό, τη στιγµή που οι Ιταλοί πήραν 88 λεπτά το κιλό κι οι Ισπανοί 72 λεπτά το κιλό.

Μόνη εξαίρεση αποτελούν τα σταφύλια, στα οποία η χώρα µας πλησιάζει να έχει ανάλογες τιµές µε τους ανταγωνιστές µας, αφού πουλήσαµε µε 1,5 ευρώ το κιλό, όταν οι Ισπανοί τα έδωσαν µε 1,58 ευρώ και οι Ιταλοί µε 1,55 ευρώ το κιλό», ανέφερε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της υπό σύσταση Εθνικής ∆ιεπαγγελµατικής Οργάνωσης Πυρηνοκάρπων, Χρήστος Γιαννακάκης, από  το βήµα ειδικής εκδήλωσης για την εξωστρέφεια, που οργάνωσε το ΥπΑΑΤ και ο ΣΕΒΕ στο πλαίσιο της 83ης ∆ΕΘ.

 

«∆εν πρέπει να κρυβόµαστε πίσω από το ρωσικό εµπάργκο»

Αναφερόµενος στα αίτια της αδυναµίας των ελληνικών προϊόντων να ακολουθήσουν σε επίπεδο τιµών τους άµεσους ανταγωνιστές τους, ο έµπειρος συνεταιριστής δεν κρύφτηκε πίσω από το ρωσικό εµπάργκο, για το οποίο τόνισε ότι έχει µεν επίπτωση στη διαµορφωθείσα εικόνα, αλλά δεν αρκεί από µόνο του αυτό να εξηγήσει το πρόβληµα.

«Όταν το συνεταιριστικό κίνηµα δέχεται επίθεση από την εκτεταµένη µαύρη διακίνηση προϊόντων, ο πολυκερµατισµός καταστρέφει ό,τι έχει µείνει, καθώς χωρίς οργάνωση και καθοδήγηση για την εφαρµογή των σύγχρονων µεθόδων καλλιέργειας και φροντίδων που θα επιτρέψουν να αυξηθεί η ποιότητα και οι ποσότητες και την ίδια στιγµή λείπουν και τα µεγάλα εµπορικά σχήµατα που θα είναι σε θέση να χτυπήσουν την πόρτα των διεθνών αλυσίδων λιανεµπορίου και να προχωρήσουν στην συνέχεια και στην ανάπτυξη νέων σύγχρονων υποδοµών, οικονοµιών κλίµακας, logistics, έρευνας και branding, πώς περιµένουµε να έρθει η προστιθέµενη αξία;», διερωτήθηκε ο οµιλητής και µαζί του συµφώνησε και ο πρόεδρος της Κεντρικής Αγοράς Θεσσαλονίκης, ∆ηµ. Χαµπίδης.


Μεγαλύτερα σχήματα και αλλαγή εμπορικού προσανατολισμού

Καθοριστικό ρόλο για να αντιστραφεί η εικόνα, κατά την άποψή του, θα διαδραµατίσουν αφενός η δηµιουργία νέων µεγαλύτερων σχηµάτων κι αφετέρου η στροφή σε ώριµες αγορές που µπορούν να πληρώσουν την ποιότητα των ελληνικών προϊόντων. 

«Βλέπουµε στη Νέα Ζηλανδία υπάρχει η Zespri και διακινεί πάνω από 500.000 τόνους ακτινιδίων κυριαρχώντας σε όλο το δυτικό κόσµο, ενώ στη Βόρεια Ιταλία η οργάνωση Melinda, που έχει συγκροτηθεί από εννέα συνεταιρισµούς, διακινεί κάθε χρόνο πάνω από 400.000 µήλα, τη στιγµή που όλη η ελληνική παραγωγή από όσο γνωρίζω δεν ξεπερνά τις 250.000 τόνους. Και στην Ελλάδα, όµως, έχουµε το παράδειγµα µε την κοµπόστα, όπου λιγότερες από 20 βιοµηχανίες έχουν καταφέρει να φέρουν τη χώρα µας στην πρώτη θέση διεθνώς. Είναι όµως από τις λίγες εξαιρέσεις, διότι στο επιτραπέζιο ροδάκινο έχουµε 130 φορείς οι οποίοι εµπλέκονται στη διακίνηση του προϊόντος και είδατε που είναι οι τιµές του προϊόντος» τόνισε ο κ. Γιαννακάκης.

Όσον αφορά στην ανάγκη αναπροσανατολισµού της στόχευσης για την εµπορική διάθεση των ελληνικών φρούτων, ο ίδιος εµφάνισε στοιχεία από τα οποία προκύπτει πως η Ελλάδα απουσιάζει από σοβαρές αγορές όπως αυτή της Ελβετίας, της Σουηδίας, της Νορβηγίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας, ενώ και στη Γερµανία, όπου στο παρελθόν διαθέταµε ισχυρή παρουσία, πλέον οι επιδόσεις είναι αναιµικές. «Κυριαρχούµε αντιθέτως στη Βουλγαρία όπου κατέχουµε το 93% και στη Ρουµανία µε µερίδιο άνω του 70%. Αν όµως ποντάρουµε σε χώρες µε χαµηλό βιοτικό επίπεδο, όταν οι γείτονές µας αυξήσουν το κατά κεφαλήν εισόδηµά τους τί θα κάνουµε; Θα πάµε σε ακόµη φτωχότερες αγορές;» σηµείωσε και υπογράµµισε πως «η Γερµανία πέρυσι εισήγαγε 320.000 τόνους σε ροδάκινα και εµείς συνδράµαµε σε αυτή την ποσότητα µε λιγότερο από το 1% αυτού του όγκου. ∆εν υπάρχει λοιπόν λόγος να αναζητούµε νέες εξωτικές αγορές, που είναι δύσκολο να ταξιδέψουν τα επιτραπέζια ροδάκινα, αρκεί να επικεντρώσουµε στις παραδοσιακές της Ευρώπης, αλλά να το κάνουµε οργανωµένα και συστηµατικά».

 

Στο δρόμο που χάραξε το ελληνικό κρασί

Στο επιτυχηµένο παράδειγµα του ελληνικού κρασιού αναφέρθηκε ο Οινοποιός Άγγελος Ιατρίδης, συνιδιοκτήτης του Κτήµατος Άλφα από το Αµύνταιο Φλώρινας. «Στην αρχή η εικόνα του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό δεν ήταν απλώς µηδενική, αλλά θα έλεγα ότι ήταν αρνητική. Σε 15 χρόνια, όµως, µε µεθοδευµένη δουλειά, βελτίωση της ποιότητας, σωστό marketing φτάσαµε να πουλάµε στο εξωτερικό µε τιµές ίσως και καλύτερες από ό,τι στην Ελλάδα, αν και κάθε αγορά έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και απαιτεί υποµονή», είπε ο κ. Ιατρίδης και εκτίµησε ότι «σήµερα το ελληνικό κρασί είναι από τα ισχυρότερα πολιτικά µέσα για να διαδώσουµε και να διεθνοποιήσουµε την ποιότητα των ελληνικών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού».

 

Ρεκόρ εξαγωγών, πάνω από 30 δισ. ευρώ, αναµένεται το 2018

Στην παρέµβασή του ο πρόεδρος του Συνδέσµου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ), Γιώργος Κωνσταντόπουλος χαρακτήρισε τις εξαγωγές βασικό πυλώνα για την αναδιαµόρφωση του παραγωγικού µοντέλου της χώρας, σηµειώνοντας πως στο πρώτο µισό του 2018 ανήλθαν στα 16,4 δισ. ευρώ και είναι κατά 2,2 δισ. ευρώ, πιο πολλά από την αντίστοιχη περίοδο του 2017. Επιπλέον ο κ. Κωνσταντόπουλος τόνισε µεταξύ άλλων πως «αν διατηρηθούν οι ρυθµοί στο σύνολο του τρέχοντος έτους, θα πάµε για ρεκόρ εξαγωγών, αξίας πάνω από τα 30 δισ. ευρώ».

Παρά τις θετικές επιδόσεις του κλάδου, ωστόσο, ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ είπε πως ως ποσοστό του ΑΕΠ υπολείπονται των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πέρασαν από µνηµόνιο και για αυτό πρέπει να υπάρξει προσπάθεια ώστε να αυξηθεί η συµµετοχή τους. «Οι µεγάλες αλυσίδες θέλουν προϊόντα ολοκληρωµένης διαχείρισης, πιστοποίηση, ταυτότητα και ιχνηλασιµότητα. Αυτό δεν γίνεται µε κατακερµατισµένο κλήρο παρά µόνο µε µεγαλύτερες εκτάσεις και οικονοµίες κλίµακας» επισήµανε και συµπλήρωσε πως «αυτά αργά ή γρήγορα θα γίνουν. ∆εν χρειάζεται να τρέχουµε πίσω από τις εξελίξεις, αλλά να προετοιµαστούµε γρήγορα».

Όσον αφορά τώρα την παράνοµη διακίνηση ατυποποίητων οπωροκηπευτικών προϊόντων στην εγχώρια εσωτερική αγορά και ιδίως στις γειτονικές χώρες-µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κ. Κωσταντόπουλος υπογράµµισε την επιτακτική ανάγκη εντατικοποίησης των ελέγχων.


Διώχνει τους ικανούς η υπερφορολόγηση 

Στην πληγή που αποτελεί το brain drain των καταρτισµένων στελεχών ελληνικών επιχειρήσεων που λόγω της υπερφορολόγησης φεύγουν και σε ανταγωνίστριες εταιρείες άλλων χωρών, όπως και στην έξαρση της παράνοµης διακίνησης προϊόντων από το χωράφι χωρίς παραστατικά, στάθηκε παράλληλα ο κ. Κωνσταντόπουλος. Ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ είπε πως «υπάρχει και η µέση λύση. ∆εν χρειάζεται να έχουµε τόση υψηλή φορολογία, γιατί στο τέλος θα θερίσουµε θύελλες» προειδοποίησε και ταυτόχρονα απαίτησε να ενισχυθούν οι έλεγχοι στους µεθοριακούς σταθµούς, αλλά και να υπάρξει καλή προετοιµασία και lobbying µε τους άλλους της Νότιας Ευρώπης για να αντιµετωπιστεί ο κίνδυνος από την ενδεχόµενη επιβολή δασµών από τις ΗΠΑ. «Μπορεί να χαίρονται κάποιοι επειδή ο Τράµπ επέβαλε δασµούς στις ελιές της Ισπανίας, όµως αύριο θα γίνει και εδώ», είπε χαρακτηριστικά και ζήτησε εγρήγορση και συνένωση δυνάµεων µε το ΥπΑΑΤ, γιατί «όλοι στην ίδια βάρκα είµαστε και ή µαζί θα βουλιάξουµε ή µαζί θα πετύχουµε».

Στην εκδήλωση µίλησε επίσης ο Χριστόδουλος Αντωνιάδης πρόεδρος της Μεβγάλ και διοικητικό στέλεχος της Τράπεζας Πειραιώς, ο οποίος ανέφερε ότι η συνεργασία, η καινοτοµία και η εκπαίδευση, αποτελούν µεταξύ άλλων βασικούς παράγοντες για την επιτυχία και την ανάπτυξη της εξωστρέφειας της ελληνικής αγροδιατροφικής αλυσίδας, την επόµενη µέρα.

Χαιρετισµό απηύθυνε και ο νέος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων Σταύρος Αραχωβίτης ο οποίος υποστήριξε ότι καρδιά του νέου παραγωγικού µοντέλου που θέλει να εφαρµόσει για τη χώρα η κυβέρνηση στη µεταµνηµονιακή εποχή, είναι η εξωστρέφεια και δη στο χώρο του αγροδιατροφικού τοµέα ο οποίος στη διάρκεια της κρίσης επέδειξε µεγάλη αντοχή και πλέον σηµειώνει και ανάπτυξη. Κλειδί δε, στο εγχείρηµα αυτό θα αποτελέσει ο συνεργατισµός. Από την πλευρά του ο γενικός γραµµατέας Κοινοτικών Πόρων, Χαράλαµπος Κασίµης, τόνισε ότι ο πρωτογενής τοµέας στην Ελλάδα επέδειξε τις µεγαλύτερες αντοχές στα χρόνια της οικονοµικής κρίσης και σηµείωσε: «οι αντοχές βέβαια αυτές έχουν και µια άλλη διάσταση, που πρέπει να εξεταστεί. Συµβάλλουν καθοριστικά στην παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονοµίας της χώρας µας; Ο αγροτικός τοµέας συµβάλλει κατά 20% στις ελληνικές εξαγωγές και πέτυχε µείωση του ελλείµµατος στο ισοζύγιο µε τις εισαγωγές», υπογράµµισε.

 

Κάποια προϊόντα χρειάζονται εκ φύσεως µικρές παραγωγές

Για το πρόβληµα του µικρού µεγέθους των εκµεταλλεύσεων στον αγροδιατροφικό τοµέα, ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ Γιώργος Κωνσταντόπουλος, είπε ότι αντιµετωπίζεται µε την ανάπτυξη εξειδικευµένων προϊόντων υψηλής προστιθέµενης αξίας που από την φύση τους χρειάζονται µικρές παραγωγές και στην περίπτωση των αγροτικών προϊόντων ευρείας κατανάλωσης, είναι απαραίτητη η συνένωση δυνάµεων µέσω της δηµιουργίας clusters. Είπε ακόµα ότι πρέπει να αντιµετωπιστεί το πρόβληµα της υπερφορολόγησης, τονίζοντας ότι «αν µειώσουµε τους φορολογικούς συντελεστές της εργασίας, καθώς και τις ασφαλιστικές εισφορές, θα δώσουµε σηµαντικό κίνητρο σε νέους εργαζόµενους να παραµείνουν στη χώρα µας και να συνεχίσουν να καινοτοµούν και να δηµιουργούν εδώ, µειώνοντας παράλληλα το φαινόµενο του brain drain το οποίο επηρεάζει αρνητικά όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονοµίας, συµπεριλαµβανοµένου και του αγροδιατροφικού».

 

Ποιότητα παντού κι ενίσχυση του ασθενικού brand name της χώρας

Στο ζήτηµα της ποιότητας εστίασε, από την πλευρά του, ο επικεφαλής της Ζευς Ακτινίδια, ∆ηµήτρης Μανώσσης, σηµειώνοντας πως «ποιότητα δεν είναι µόνο στο επίπεδο του προϊόντος, αλλά και το να διαθέτεις µια καλή συσκευασία, να έχεις όλες τις πιστοποιήσεις, όχι όµως στα χαρτιά, αλλά στην πραγµατική λειτουργία της αλυσίδας παραγωγής, στο αν θα τηρείς τις προθεσµίες για την παράδοση του προϊόντος, ακόµη και το πώς θα απαντήσεις στο τηλέφωνο».

Μια άλλη σοβαρή αδυναµία, κατά τον κ. Μανώσση, που δεν επιτρέπει στα ελληνικά προϊόντα να απαιτήσουν υψηλότερες τιµές, είναι ότι η χώρα µας έχει πολύ ασθενές brand name στο εξωτερικό. «Πήγα σε µια αλυσίδα στο Βέλγιο όπου έχουµε τα προϊόντα µας και είδα ότι η τιµή που είχαν ήταν πολύ χαµηλότερη από τα γαλλικά, ακριβώς δίπλα. Όταν ρώτησα τον υπεύθυνο γιατί αυτή η απόκλιση, η απάντηση ήταν ότι τα δικά µας είναι ελληνικά», ανέφερε ο πρόεδρος της Ζευς Ακτινίδια και τόνισε την ανάγκη να επενδύσει η χώρα στη διεθνοποίηση του brand.

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία