BACK TO
TOP
Γνώμες

Το νέο πλαίσιο των διεπαγγελματικών και η απομάκρυνση από τις αρχές

Το ελάχιστο όριο συμμετοχής 15% και η αντιπροσωπευτικότητα στην παραγωγή και την εκπροσώπηση των οργανώσεων

27-30_11

Μητροπούλου Άννα

35
0

∆ιαβάζοντας τον νέο νόµο (4647/2019), για τις διεπαγγελµατικές οργανώσεις, ενός πραγµατικά σηµαντικού θεσµού για τον αγροτικό τοµέα, κυρίως για την χώρα µας, όπου οι αγροτικοί συνεταιρισµοί λειτουργούν υποβαθµισµένα, λόγω της αποµάκρυνσής τους από τις αρχές και τις αξίες, που διέπουν τον θεσµό, αυτόµατα µου ήρθε στο µυαλό, αυτό που είχε γράψει παλαιότερα ο αείµνηστος Μάριος Πλωρίτης, για την λύση, που είχαν επινοήσει οι Επιζεφύριοι Λοκροί της Κάτω Ιταλίας για τους νοµοθετούντες:

 «Αν κάποιος θελήσει να προτείνει έναν καινούργιο νόµο, το κάνει έχοντας περασµένη µια θηλιά στον λαιµό του. Κι αν ο νόµος φανεί καλός και χρήσιµος, αυτός που τον πρότεινε φεύγει απείραχτος, αν όµως όχι, τότε τραβάνε τη θηλιά και πεθαίνει» (Γνώµες- Μ. Πλωρίτης 2001).

Ενδεχοµένως να επηρεάστηκα από την ανάγνωση του πρώτου άρθρου του νόµου, το οποίο αναφέρει επί λέξει: «Οι ∆ιεπαγγελµατικές Οργανώσεις, εφεξής ∆.Ο, είναι νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που συνιστώνται σύµφωνα µε τις διατάξεις του αστικού κώδικα, για τις αστικές µη κερδοσκοπικές εταιρείες η για τα σωµατεία, έχουν νοµική προσωπικότητα... ».

Μας λένε δηλαδή οι συντάκτες ότι,υφίσταται νοµικό πρόσωπο, στον νοµικό κόσµο, χωρίς νοµική προσωπικότητα; Αυτονόητα η διατύπωση της διάταξης είναι υπεράνω σχολιασµού.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό συµβαίνει, όταν αντιγράφουµε διατάξεις ισχυόντων νόµων και προσπαθούµε να παρέµβουµε, χωρίς να έχουµε γνώση του τι θέλουµε να κάνουµε. Αναφερόµαστε στην αντιγραφή του άρθρου 34 παρ.1 του ν. 4384/2016, το οποίο είχε επικριθεί µε σφοδρότητα, λόγω των ατελειών του, ουσιαστικά ουδέν ρύθµιζε, οι οποίες ατέλειες επαναλαµβάνονται στην νέα ρύθµιση, µε την άνω διατύπωση. Εκτός αν πρόκειται για πλήρη σύγχυση σχετικά µε τις διατάξεις, που διέπουν τα δυο νοµικά µορφώµατα της ρύθµισης του άρθρου 54 δηλαδή της εταιρείας του αστικού κώδικα, και του σωµατείου.

∆ιότι η αστική εταιρεία, στερείται νοµικής προσωπικότητας, µπορεί όµως να την αποκτήσει, εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 784 Α.Κ. (οικονοµικός σκοπός, δηµοσιότητα). Το Σωµατείο έχει νοµική προσωπικότητα, ως τέτοιο (Άρθρο 78 ΑΚ) άλλως είναι απλή ένωση προσώπων. Όµως, όταν στην αρχή της διάταξης αναφέρεται ότι, οι ∆.Ο είναι νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, σηµαίνει ότι επιλέγεται η αστική (µη) κερδοσκοπική εταιρεία µε νοµική προσωπικότητα. Η αστική µη κερδοσκοπική εταιρεία, δεν αποτελεί αντικείµενο ειδικής ρύθµισης του Α.Κ., εµπίπτει,όµως, στην διάταξη του άρθρου 741 Α.Κ, αφού η εταιρία της διάταξης αυτής, µπορεί να επιδιώκει οποιοδήποτε σκοπό, συµπεριλαµβανοµένου του µη κερδοσκοπικού, όπως δέχεται η νοµολογία.

Ευχόµαστε να διορθωθεί σύντοµα, το σφάλµα, διότι η διάταξη µεταφραζόµενη, θα φθάσει και εκτός Ελλάδος…

Ακολούθως, το νοµικό πλαίσιο, που επιλέγεται, για την ίδρυση µιας ∆.Ο (Σωµατείο-Αστική µη κερδοσκοπική εταιρεία) κινείται σαν το εκκρεµές. Από την µια πλευρά το Σωµατείο, το οποίο αποτελεί εκούσια ένωση προσώπων, για την ίδρυση του οποίου απαιτείται η υπογραφή του καταστατικού του από 20 πρόσωπα, και εν προκειµένω, νοµικά (αριθµός απολύτως αδύνατος να συγκεντρωθεί, για την σύσταση µιας εθνικής, πολύ δε περισσότερο, µιας περιφερειακής ∆.Ο ).Ο σκοπός του Σωµατείου είναι κατά κύριο λόγο ιδεολογικός, η περιουσία, που σχηµατίζει, σε περίπτωση λύσης και εκκαθάρισης ουδέποτε διανέµεται στα µέλη. Από την άλλη πλευρά µια αστική εταιρεία, µπορεί να συγκροτείται από δυο ή περισσότερους, οι οποίοι έχουν υποχρέωση να επιδιώκουν µε κοινές εισφορές κοινό σκοπό, ιδίως οικονοµικό, µε περιουσία, του µπορεί να διανεµηθεί στα µέλη, µε εις ολόκληρο ευθύνη των µελών της για οφειλές της εταιρείας προς τρίτους, µετά την θέση σε ισχύ του άρθρου 270 του νόµου 4072/2012, όπου προβλέπεται πλέον ότι, στην αστική εταιρεία µε νοµική προσωπικότητα εφαρµόζονται αναλογικά όλες οι διατάξεις για την οµόρρυθµη εταιρεία. Που σηµαίνει ότι τα µέλη των ∆.Ο, θα πρέπει να έχουν αποφασίσει, να θέσουν σε κίνδυνο την περιουσία τους.

Έχουν παρέλθει είκοσι χρόνια από την θέσπιση του πρώτου νόµου για τις ∆.Ο (2732/1999) και µε λύπη µας διαπιστώνουµε ότι ψηφίζεται ένας νέος νόµος, ο οποίος είναι, όχι µόνο ατελέστερος του καταργηθέντος (αρ.34 ν.4384/2016) από απόψεως ρύθµισης της λειτουργίας του θεσµού, νοµοτεχνικής και νοµικής ορθότητας, διότι, διαλαµβάνει αναχρονιστικές διατάξεις, κινείται στα όρια της ενωσιακής και συνταγµατικής νοµιµότητας αλλά το χειρότερο είναι ότι, µε τις ρυθµίσεις του περιπλέκει την λειτουργία του θεσµού, όπως κατωτέρω θα αναλύσουµε, µε αποτέλεσµα την ολική του οπισθοδρόµηση. Το καταργηθέν ως άνω άρθρο 34, έκανε το σφάλµα, να περιορίσει την ίδρυση ∆.Ο µόνο για τα προϊόντα του Καν. 1308/2013. Το σφάλµα το επαναλαµβάνει ο νεότερος νόµος, που σηµαίνει ότι δεν υφίσταται εθνικό ενιαίο νοµικό πλαίσιο, για την ίδρυση εθνικών και περιφερειακών ∆.Ο, για όλα τα προϊόντα της αγροτικής οικονοµίας, κενό, που δεν καλύπτεται από την διάταξη του άρθρου 46 παρ.2 του ν.4384/2016.

Ο πρώτος εθνικός νόµος για τις ∆.Ο, ήταν ο νόµος 2732/1999.

 Ο νόµος αυτός είχε επικριθεί,µόνον, διότι δεν συνιστούσε µε τις διατάξεις του, ένα ίδιο νοµικό πρόσωπο, για την ίδρυση µιας ∆.Ο, ανάλογο προς τον σκοπό και την λειτουργία της. Το έλλειµα αυτό οδήγησε κάποιον µεταπτυχιακό µελετητή, να γράψει, και δικαίως, ότι ∆.Ο,µπορεί να αποτελέσει και ένα ίδρυµα, διότι ο νόµος όριζε ότι : « ∆ιεπαγγελµατικές Οργανώσεις, σύµφωνα µε το νόµο αυτόν, είναι τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που συνιστώνται σύµφωνα µε τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα……».

Οφείλουµε όµως να επαινέσουµε τους συντάκτες του νόµου εκείνου, διότι στις διατάξεις του, δεν υπήρξε ρύθµιση, η οποία να παραβιάζει την ενωσιακή νοµοθεσία και ειδικά τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων. Ίσως, διότι, ειδικά την περίοδο εκείνη, κατ’ εξαίρεσιν, δεν θεσπίστηκαν στον αγροτικό τοµέα νοµικές διατάξεις, οι οποίες να χαρακτηρισθούν ακολούθως από το ∆ικαστήριο της Ε.Ε, ως παράνοµες κρατικές ενισχύσεις, όπως συνέβη µεταγενέστερα, µε τις γνωστές δυσµενείς συνέπειες, οι οποίες βρίσκονται σε εκκρεµότητα µέχρι σήµερα. Βεβαίως ούτε το άρθρο 34 του νόµου 4384/2016, διέλαβε τέτοιες διατάξεις, για να είµαστε δίκαιοι. Το πράττει όµως ο ισχύον νόµος, κατά την άποψή µας, στο άρθρο 5. ∆εν θέλουµε να γίνουµε µάντεις κακών ειδήσεων αλλά φοβούµεθα ότι, αν τυχόν ωριµάσουν οι ∆.Ο στην χώρα µας και υπογράψουν διεπαγγελµατικές συµφωνίες, µε χρηµατοδότηση του άρθρου 5, θα καταλήξουν µοιραία στην επιτροπή ανταγωνισµού, πέραν της αρµόδιας αρχής των κρατικών ενισχύσεων.

Μαζί µε τα προαναφερόµενα, όσον αφορά στον πρώτο νόµο, θα πρέπει να συνεκτιµηθεί και το γεγονός ότι, ο θεσµός των ∆.Ο, κατά την εισαγωγή του νόµου αυτού, ήταν νέος, εµπειρία υπήρχε πολύ µικρή στη χώρα, διότι µόνο σε δυο τοµείς, στο κρασί και στον καπνό, είχε αρχίσει να εµφανίζεται η ανάγκη της ανάπτυξης σχέσεων και συνεργασίας, µεταξύ των επαγγελµατικών κλάδων διαχείρισης των προϊόντων αυτών. Από την µελέτη των διατάξεων του πρώτου νόµου, προκύπτει ότι οι συντάκτες του, είχαν µελετήσει το πρώτο Ενωσιακό κείµενο, για τις διεπαγγελµατικές σχέσεις στον τοµέα της γεωργίας, που ήταν η Ανακοίνωση της Επιτροπής του έτους 1990, διότι ο νόµος,παρά την συνοπτικότητά του, αναφέρεται στις ∆ιεπαγγελµατικές Συµφωνίες, οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα του δικαιώµατος της διεπαγγελµατικής συνεργασίας, η οποία υλοποιείται δια των ∆.Ο καθώς επίσης, είχαν µελετήσει και τον Γαλλικό νόµο περί ∆.Ο, αφού αντιγράφουν τον ορισµό του νόµου αυτού, στον εθνικό νόµο. Το δάνειο από την Γαλλική νοµοθεσία ήταν ορθό, διότι η χώρα µε την µεγαλύτερη εµπειρία στην ρύθµιση των διεπαγγελµατικών σχέσεων είναι η Γαλλία, η οποία πριν από 100 και πλέον χρόνια ίδρυσε το Γραφείο Σίτου (διεπαγγεµατική συνεργασία στον τοµέα).Ένα στοιχείο, για το οποίο επίσης πρέπει να επαινεθεί ο ν. 2732/1999, είναι ο απόλυτος σεβασµός του στην συνταγµατική τάξη, όσον αφορά στις εξουσιοδοτικές του διατάξεις, µε βάση τις οποίες εκδόθηκαν και οι εφαρµοστικές του διοικητικές πράξεις.

Στον αντίποδα δυστυχώς του καταργηθέντος νόµος 2732/1999 κινείται ο νέος νόµος. Είναι προφανές ότι οι συντάκτες του δεν έχουν εµβαθύνει στην λειτουργία του θεσµού, γιαυτό και τον υποβαθµίζουν,κατά την άποψή µας, διότι :

1. Μετά την πάροδο των είκοσι ετών και µε την κτηθείσα εµπειρία, είναι αδιανόητο να θεσπίζεται ένα νοµοθέτηµα, το οποίο να µη είναι σε θέση να δώσει ένα πληρέστερο και σαφή ορισµό, στην ∆.Ο,πέραν της αδυναµίας του στον προσδιορισµό της νοµικής µορφής, που προαναφέραµε, όπως για παράδειγµα συνέβη ακόµη και στην έµπειρη Γαλλία, η οποία τροποποιώντας τον αρχικό της νόµο για τις ∆.Ο της 10ης Ιουλίου 1975, το 2015 και 2018,( Γαλλικός Αγροτικός Κώδικας και Κώδικας θαλάσσιας Αλιείας) προκειµένου να τον εναρµονίσει µε την νεότερη ενωσιακή νοµοθεσία και κυρίως µε την νοµολογία του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου (∆ΕΕ), συµπλήρωσε τον αρχικό ορισµό στο άρθρο L632-1 του Κώδικα, ως εξής:

«Ενώσεις, οι οποίες συγκροτούνται εθελοντικά από επαγγελµατικές οργανώσεις, στις οποίες συµπεριλαµβάνονται και ενώσεις ( groupement) οργανώσεων παραγωγών ή ενώσεις( assosiations) ενώσεων οργανώσεων παραγωγών, που εκπροσωπούν την γεωργική παραγωγή και ανάλογα µε την περίπτωση την µεταποίηση, την εµπορία και την διανοµή, υπό την προϋπόθεση ότι αντιπροσωπεύουν σηµαντικό µέρος αυτών των τοµέων δραστηριότητας,µπορούν να αναγνωρίζονται ως ∆ιεπαγγελµατικές Οργανώσεις από την αρµόδια διοικητική αρχή, κατόπιν γνώµης του Ανώτατου Συµβουλίου Προσανατολισµού και Συντονισµού της Γεωργικής Οικονοµίας και της Οικονοµίας των Τροφίµων είτε σε επίπεδο εθνικό είτε σε επίπεδο ζώνης παραγωγής, ανά προϊόν ή οµάδα οµοειδών προϊόντων, εφόσον επιδιώκουν κυρίως έναν ή περισσότερους από τους στόχους που απαριθµούνται στην περίπτωση γ) της παραγράφου 1 ή στην περίπτωση γ) της παραγράφου 3 του άρθρου 157 του Κανονισµού (ΕΕ) 1308/2013,για τα προϊόντα, που αναφέρονται στον κανονισµό αυτό ή για άλλα προϊόντα εφόσον επιδιώκουν έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους στόχους : 1)…2)…3)…4)…5)…6)…7)…8)…. Οι Επαγγελµατικές Οργανώσεις στις οποίες περιλαµβάνονται και οι Ενώσεις, που συνιστώνται από Οργανώσεις Παραγωγών ή από Ενώσεις Ενώσεων Οργανώσεων Παραγωγών, µελών της ∆.Ο, µπορούν να συγκροτούν εντός της ∆.Ο, οµάδες συνεργασίας, εφόσον, οι οµάδες αυτές επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς. Μέλη των ∆.Ο, µπορεί να γίνουν αντιπροσωπευτικές οργανώσεις καταναλωτών και εργαζοµένων σε επιχειρήσεις του τοµέα,για την ορθότερη εκπλήρωση των σκοπών τους. Τέλος οι αναγνωρισµένες ∆.Ο για µια οµάδα οµοειδών προϊόντων µπορούν να ιδρύουν, εντός της οργάνωσης τµήµατα µε αρµοδιότητα για ένα ή περισσότερα από τα προϊόντα αυτά. (ελεύθερη µετάφραση)».

Στο σηµείο αυτό, αναφέρουµε ότι, ο εθνικός νοµοθέτης είχε υποχρέωση, να συµπεριλάβει στα «µέλη» των ∆.Ο, τις οργανώσεις των καταναλωτών, στοιχείο που λαµβάνεται υπόψιν για την αναγνώρισή τους, όπως προκύπτει από το άρθρο 157 του Καν. Επίσης από την ρύθµιση της διάταξης για την αναγνώριση, δεν φαίνεται να έχει ληφθεί υπόψιν η τροποποίηση του άρθρου 157,µε το άρθρο 4 τον Καν.2393/2017.

 Η απλή παραβολή των άνω δυο ορισµών των ∆.Ο, αποδεικνύει την ένδεια του εθνικού νοµοθέτη, σε σύγκριση µε τις δυνατότητες, που παρέχει ο γαλλικός νόµος, για την επίτευξη των στόχων των ∆.Ο. Οι Γάλλοι διευρύνουν την συνεργασία µε την συµµετοχή ως µελών των ∆.Ο των Ενώσεων των οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεων αυτών.

Είχαµε επισηµάνει ότι, ο νόµος για τις ∆.Ο, λόγω της ιδιοµορφίας του θεσµού, έπρεπε να ιδρύει µε τις διατάξεις του, ένα νέο νοµικό πρόσωπο, µε σωµατειακή διάρθρωση από απόψεως συγκρότησης και λειτουργίας των οργάνων διοίκησής του, ειδικότερα δε, µε καθορισµό των όρων λήψεως των αποφάσεων τόσο του διοικητικού συµβουλίου όσο και της γενικής συνέλευσης, στις περιπτώσεις, εγκρίσεως µιας διεπαγγελµατικής συµφωνίας και της επεκτάσεως των δεσµευτικών κανόνων σε τρίτους µη µέλη της ∆.Ο, οι οποίες αποφάσεις, θα πρέπει να λαµβάνονται µε οµοφωνία, έννοιες και ρυθµίσεις, οι οποίες προς µεγάλη µας έκπληξη, απουσιάζουν από τον νέο νόµο, που σηµαίνει ότι απουσιάζει ο πυρήνας της διεπαγγελµατικής συνεργασίας, που είναι η διεπαγγελµατική συµφωνία και κυρίως η συναίνεση.

 ∆ιότι, οι βασικές αρχές που διατρέχουν τον θεσµό είναι δύο : Η αντιπροσωπευτικότητα και η οµοφωνία, όπως προκύπτει από τα ενωσιακά κείµενα αλλά και από την νοµοθεσία των χωρών µε εµπειρία στις διεπαγγελµατικές σχέσεις ( κράτη της βόρειας Ευρώπης). Η ανάγκη για αντιπροσωπευτικότητα των µελών µιας ∆.Ο. εξυπηρετεί κατ’ αρχήν το στόχο της αντικειµενικής ανάλυσης της κατάστασης ενός τοµέα. Η αντιπροσωπευτικότητα είναι απαραίτητη και για την περίπτωση, που η ∆.Ο. θα θελήσει να πάρει µέτρα σε ένα τοµέα, τα οποία θα είναι δεσµευτικά για τα µέλη της αλλά και για τα µη µέλη της, όπως στην περίπτωση της επέκτασης των κανόνων, που εµπεριέχονται στις δεσµευτικές διεπαγγελµατικές συµφωνίες. Στη τελευταία αυτή περίπτωση πρέπει να τίθενται προϋποθέσεις περισσότερο αυστηρές. Σε όλες τις περιπτώσεις λειτουργίας της ∆.Ο. το θέµα της ανιπροσωπευτικότητας αποτελεί το πλέον βασικό στοιχείο. Η αντιπροσωπευτικότητα χαρακτηρίζει τον θεσµό.

Αναφερόµαστε ειδικά στο άρθρο L632-1-3 του Γαλλικού Αγροτικού Κώδικα, σύµφωνα µε το οποίο, µια ∆.Ο δεν µπορεί να τύχει εθνικής αναγνωρίσεως, αν στο καταστατικό της δεν περιέχει διατάξεις για διαιτητική επίλυση των διαφορών, που ανακύπτουν µεταξύ των επαγγελµατικών-οικονοµικών κλάδων, που συνιστούν µια ∆.Ο. Η ∆ιαιτησία σε µια ∆.Ο αποτελεί κατά την γνώµη µας, condition sine qua non, λόγω της επιβαλλόµενης οµοφωνίας, στην λήψη ορισµένων σηµαντικών αποφάσεων.

Η οµοφωνία δεν είναι ένα θέµα, που τίθεται από «ιδιοτροπία» του νοµοθέτη, αλλά καλλιεργεί µεταξύ των κλάδων µια νοοτροπία συνεννόησης και αποφυγής του ανταγωνισµού.

 Τέλος, µέσα από τα ενωσιακά κείµενα ξεκαθαρίζει και ο ρόλος του κράτος στην ∆.Ο, αφού αναλαµβάνει αυτό µόνο να υλοποιεί τις οµόφωνες αποφάσεις του τοµέα και να διασφαλίζει το σεβασµό των κανόνων του εθνικού, ενωσιακού ή διεθνούς δικαίου.

Υπό το φως των προαναφερόµενων, ευλόγως, διερωτώµεθα αν οι συντάκτες του νόµου, µπήκαν τουλάχιστον στον κόπο να διαβάσουν την Ανακοίνωση της Επιτροπής του έτους 1990, η οποία είχε αποτελέσει την ιστορική αιτιολογική βάση, για την ίδρυση αυτού του εξαιρετικά σηµαντικού θεσµού για την Γεωργία..Άποψή µας είναι,πως, όχι. ∆ιότι ένα µεγάλο µέρος της πολυσέλιδης Ανακοίνωσης της Επιτροπής αναφέρεται στις ∆ιεπαγγελµατικές Συµφωνίες, τις οποίες ο νοµοθέτης αγνοεί, αφού δεν υφίσταται ρύθµιση. Αυτά δεν καλύπτονται µε την απλή αντιγραφή άρθρων του κανονισµού και µάλιστα στις διοικητικές πράξεις, που εκδόθηκαν. Η Ανακοίνωση της Επιτροπής, θα µπορούσε να αποτελέσει µέρος της αιτιολογικής έκθεσης του νοµοθετήµατος.

‘Όµως πράγµατι, ποιο είναι το νόηµα της ύπαρξης µιας ∆.Ο, χωρίς την σύναψη διεπαγγελµατικών συµφωνιών; Μια απλή ανάγνωση, έστω, των διατάξεων του Γαλλικού Αγροτικού Κώδικα και Κώδικα θαλάσσιας Αλιείας, στα άρθρα (L 632-1 - L632-13) καθώς και του πλήθους των διοικητικών πράξεων, που έχουν εκδοθεί και εκδίδονται, προκειµένου να επικυρωθούν διεπαγγελµατικές συµφωνίες (στην χώρα µας επί 20 χρόνια ουδεµία διεπαγγελµατική συµφωνία εγκρίθηκε ), θα ήταν εξαιρετικά διαφωτιστική για τους συντάκτες, αν σκόπευαν βεβαίως στην θέσπιση ενός νοµοθετήµατος, το οποίο θα ανταποκρινόταν στις αρχές του θεσµού, που είναι κατά κύριο λόγο η συµφωνία των επαγγελµατικών κλάδων (διεπαγγελµατική συµφωνία), σε µέτρα, για την στήριξη των προϊόντων, τα οποία παράγουν και διακινούν, προς όφελος των µελών τους και των καταναλωτών. Μια ∆.Ο, δεν µπορεί να περιορίζεται µόνο στην προώθηση των προϊόντων του κλάδου στις αγορές, επειδή εκεί υπάρχει νόµιµη ενωσιακή και εθνική χρηµατοδότηση. Τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, ειδικά στην περίοδο της κρίσης, αντιµετώπισαν πλήθος προβληµάτων, τα οποία θα µπορούσαν να έχουν επιλυθεί µε σπουδαίες διεπαγγελµατικές συµφωνίες. Αναφερόµαστε σε όλα τα θέµατα, της διαφάνειας στην αγορά.

Ακολούθως, µετά τον πρώτο νόµο (2732/1999), θα αναµενόταν, κατόπιν της αποκτηθείσας εµπειρίας και των νοµοθετικών µεταβολών, που επήλθαν ειδικά στις αστικές εταιρείες, να θεσπισθεί ένα νοµοθέτηµα, που να ιδρύει µια νέα νοµική µορφή, η οποία θα διέπει οµοιόµορφα όλες τις ∆.Ο, θα προσδιορίζει την ιδιότητα των µελών της, θα καθορίζει την αντιπροσωπευτικότητα στην παραγωγή, µεταποίηση, εµπορία, διανοµή κ.λ.π, και την αντιπροσωπευτικότητα στην εκπροσώπηση των οργανώσεων που συµµετέχουν, (άρθρο 164 παρ. 3 περίπτωση β), την λειτουργία των οργάνων της, τον τρόπο λήψεως των αποφάσεων των οργάνων της, τους εσωτερικούς ελεγκτικούς µηχανισµούς της, λόγω της διαχείρισης ενωσιακών και εθνικών κονδυλίων, την θέσπιση διατάξεων ∆ιαιτησίας, θα καθόριζε την έννοια και την λειτουργία των περιφερειακών ∆.Ο την σχέση τους µε την Εθνική ∆.Ο του ιδίου σκοπού, Θα καθιέρωνε επαγγελµατικές συνεργασίες µεταξύ των µελών της ∆.Ο, συνεργασίες µε τα όργανα εκπροσώπησης των καταναλωτών, µε επιστηµονικούς φορείς για την έρευνα, θα καθόριζε τις ειδικότερες διατάξεις, που ισχύουν για τα ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντα,προϊόντα βιολογικής γεωργίας, τα γαλακτοκοµικά, τους οίνους,θα καθιέρωνε κανόνες για την επίτευξη των διεπαγγελµατικών δεσµευτικών συµφωνιών, µε δυνατότητα παράτασης, ώστε να καθίσταται δυνατή η επιβολή εισφορών σε τρίτους, υιοθετώντας τους όρους που έθεσε το ∆ΕΚ στην υπόθεση της γαλλικής γαλοπούλας, όπως θέσπισε ο Γάλλος νοµοθέτης σε συµµόρφωση (άρθρο L 632-6, του code rural). Περαιτέρω, πώς υλοποιείται η διάταξη του άρθρου 164 του Καν, η οποία παραπέµπει σε λήψη µέτρων από τον εθνικό νοµοθέτη;. Τέλος, ποιες είναι οι προβλεπόµενες κυρώσεις, για την περίπτωση µη εφαρµογής των δεσµευτικών διεπαγγελµατικών συµφωνιών ; Η ανυπαρξία αντίστοιχων διατάξεων, διερωτώµεθα πως θα εξυπηρετήσει την λειτουργία του θεσµού. Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι, για την ιδιότητα των µελών µιας ∆.Ο, λόγω του πλήθους των διαφωνιών, που είχαν ανακύψει κατά την πρώτη και προδήλως αρτιοτέρα διατύπωση του ν.2732/1999, έναντι του παρόντος, το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους γνωµοδότησε, ερµηνεύοντας τις διατάξεις τόσο του εθνικού νοµοθέτη όσο και του Ενωσιακού, και αποφάνθηκε ότι, µέλος µιας ∆.Ο, µπορεί να είναι µόνο η πλέον αντιπροσωπευτική εθνική οργάνωση, εκπροσώπησης οικονοµικών και επαγγελµατικών δραστηριοτήτων, αποκλείοντας τις τότε τριτοβάθµιες αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις, (άρθρο 1 ν.2810/2000), εάν αυτές ασκούσαν εµπορικές δραστηριότητες. Και όταν λέµε τριτοβάθµιες, εννοούµε τις πρώην κεντρικές συνεταιριστικές ενώσεις δηλαδή συνεταιριστικές επιχειρήσεις και όχι τα άνευ συνεταιριστικού βαθµού όργανα ιδεολογικής εκπροσώπησης των αγροτικών συνεταιρισµών όπως οι Οµοσπονδίες και οι Συνοµοσπονδίες. Υποχρεούµεθα να κάνουµε την διευκρίνιση, ώστε να γίνει επιτέλους αντιληπτή η διάκριση και να µη γίνεται λανθασµένη χρήση των θεσµικών όρων και µάλιστα από αρµόδιες αρχές…

∆ιατρέχοντας τις διατάξεις του νόµου παρατηρούµε ένα σηµαντικό έλλειµα στην ρύθµιση του θεσµού, από απόψεως θεσπίσεως των αναγκαίων κανόνων δικαίου. Επίσης παρατηρούµε ασάφειες, αντιφάσεις και συγχύσεις στις επιµέρους διατάξεις του. Συγκεκριµένα, αναφέρουµε ότι δεν δίδονται οι αναγκαίοι ορισµοί για την εφαρµογή των διατάξεων του νόµου, πέραν του ορισµού µιας ∆.Ο, που προαναφέρθηκε, όπως : α) ποια είναι η έννοια του τοµέα ή των τοµέων των αγροτικών προϊόντων, για τα οποία συνιστάται µια ∆.Ο; Ο νόµος αναφέρει επί λέξει : « Οι ∆.Ο συνιστώνται ανά τοµέα αγροτικών προϊόντων. Προφανώς, χωρίς να το ορίζει ο νόµος, ως όφειλε, εννοεί τους τοµείς, που αναφέρονται στο Παράρτηµα Ι του άρθρου 1 του Καν.1308/2013. Αν αυτό ισχύει, µένουν εκτός εθνικής ρύθµισης, άλλα αγροτικά προϊόντα. Περαιτέρω, από την γραµµατική διατύπωση των διατάξεων των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 53, προκύπτει ότι µια ∆.Ο, συνιστάται ανά τοµέα ή τοµείς αγροτικών προϊόντων, αναγνωρίζεται όµως ανά προϊόν ή οµάδα αγροτικών προϊόντων. Το δε άρθρο 55 αναφέρεται σε αναγνώριση τοµέα. Τι από όλα αυτά ισχύει; Για να αποφεύγονται οι συγχύσεις αυτές, θα πρέπει να δίδονται οι αναγκαίοι ορισµοί, διαφορετικά οι εφαρµοστές του νόµου, θα οδηγούνται σε αδιέξοδο.

β ) πως προσδιορίζεται γεωγραφικά ή όχι µια περιφερειακή ∆.Ο, προκειµένου να τύχει αναγνώρισης ; Ο νόµος σιωπά. Η διοικητική πράξη, που εκδόθηκε, δεν µπορεί να καλύψει το κενό, διότι δεν αποτελεί λεπτοµέρεια για την εφαρµογή της, κατά την άποψή µας, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ.1 του Συντάγµατος. Βεβαίως αποφεύγει κάθε αναφορά. Συνεπώς µε ποιους όρους θα γίνει η αναγνώριση;

 γ) τι σηµαίνει η περ. δ) του άρθρου 4 του νόµου όταν αναφέρει : « αν δεν είναι δυνατή η διαπίστωση της αντιπροσωπευτικότητας σε συνάρτηση µε τις παραγόµενες ποσότητες είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη ο αριθµός των οργανωµένων παραγωγών αγροτών σε ΑΣ ή Οργανώσεις Παραγωγών ή Οµάδες Παραγωγών». Η έννοια των Οµάδων Παραγωγών έχει εγκαταλειφθεί από το 2013, σε κάθε περίπτωση δεν το σχολιάζουµε, διότι θα πρέπει να κάνουµε µακρά ανάλυση της προαναγνώρισης των οµάδων παραγωγών κλπ. Ούτε ο όρος «οργανωµένων» παραγωγών είναι δόκιµος. ∆όκιµος όρος είναι «µελών» ΑΣ και ΟΠ. Το µη νόµιµο της διάταξης είναι ότι συναρτάται, µάλλον, διότι κάτι άλλο δεν µπορούµε να φανταστούµε, ο όγκος της παραγωγής µε τον αριθµό των φυσικών προσώπων των παραγωγών, για την συγκρότηση της έννοιας της αντιπροσωπευτικότητας. ∆ιότι οι συνεταιρισµοί και οι οργανώσεις παραγωγών, οι οποίες Ο.Π, µπορεί να λειτουργούν εκτός αγροτικών συνεταιρισµών, µε οποιαδήποτε άλλη νοµική µορφή, αποτελούν µέλη των µελών µιας ∆.Ο. εκ του ορισµού. Αυτό σηµαίνει ότι η παραγωγή για παράδειγµα των προϊόντων των µελών ενός συνεταιρισµού ή µιας οργάνωσης παραγωγών, αυτονοήτως προσµετράται, ως µέρος στην συνολική παραγωγή του προϊόντος της ∆.Ο. Βεβαίως ο συντάκτης δεν είναι δυνατόν να εννοεί, τα µέλη των ΑΣ και των ΟΠ, ανεξάρτητους παραγωγούς,οι οποίοι δεν είναι µέλη των µελών της ∆.Ο, διότι αυτοί αποτελούν τρίτα πρόσωπα, µη δεσµευόµενα από την ∆.Ο. Και βεβαίως δεν µπορεί να δεσµευτούν, µε εξαίρεση τις διατάξεις περί επέκτασης κανόνων, για τις οποίες ουδέν αναφέρει ο νόµος και δεν διαλαµβάνονται ειδικά στην εξουσιοδοτική διάταξη, ως όφειλε, για τους λόγους που παραπάνω αναφέρουµε. Η αντιπροσωπευτικότητα στην εκπροσώπηση, που προφανώς υποκρύπτει η διάταξη, έρχεται σε ευθεία αντίθεση µε το άρθρο 157 του Καν., ο οποίος την αντιπροσωπευτικότητα στην παραγωγή, µεταποίηση και εµπορία, κλπ, την θέτει ανεξάρτητα από την αντιπροσωπευτικότητα στην εκπροσώπηση. Για το τι εννοεί ο νοµοθέτης, δεν µπορούµε να εξάγουµε συµπεράσµατα από την αιτιολογική έκθεση του νόµου, η οποία περιορίζεται στην επανάληψη των άρθρων του νόµου. Για το λόγο αυτό αναφερθήκαµε στην Ανακοίνωση της Επιτροπής ανωτέρω, για να καταδείξουµε πόσο σηµαντική µπορεί να είναι η αιτιολογική έκθεση για την κατανόηση ορισµένων θεσµικών λειτουργιών των ∆.Ο. Καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι στην άνω διάταξη ο νοµοθέτης ορίζει ότι, κατά την µεταβατική περίοδο µια αναγνωρισµένη ∆.Ο, αν δεν συγκεντρώνει το 15% της παραγωγής, µεταποίησης κλπ του τοµέα ή του προϊόντος αναγνώρισης (;), µπορεί να συµπληρωθεί το ποσοστό που ελλείπει από τον αριθµό ( ποιόν) των φυσικών προσώπων, ώστε να επιτευχθεί η αναγνώριση. Αυτά τα κενά προδήλως δεν µπορεί να συµπληρωθούν µε την διοικητική πράξη.

ε) Με ποια στοιχεία εθνικά ή όχι επαληθεύεται η αντιπροσωπευτικότητα, διότι το ποσοστό της αντιπροσωπευτικότητας αναφέρεται στον νόµο (15% -30%) συνεπώς πρέπει να καθορισθεί και ο τρόπος διαπίστωσης από τον νόµο, διότι δεν αποτελεί λεπτοµέρεια, όπως για παράδειγµα η διαδικασία διαπίστωσης της αντιπροσωπευτικότητας, που ενδεχοµένως επιτρεπτά, µπορεί να συµπληρωθεί µε την εξουσιοδοτική διοικητική πράξη. Ακολούθως το θέµα της 5ετους µεταβατικής περιόδου του άρθρου 55 παράγρ. 1, για την αντιπροσωπευτικότητα, έρχεται σε αντίθεση µε το άρθρο 157 ε.π του Κανονισµού 1308/2013, διότι δεν προβλέπεται αντίστοιχη µεταβατική περίοδος. Αυτό σηµαίνει ότι υπάρχει κίνδυνος απώλειας ενωσιακών και εθνικών ενισχύσεων µέσω των προγραµµάτων προώθησης αγροτικών προϊόντων κλπ, που χορηγούνται στις ∆.Ο. ή έχουν χορηγηθεί, αν η διάταξη καταλαµβάνει και τις υφιστάµενες ∆.Ο., διότι ο νόµος δεν κάνει ρητή αναφορά. Επιπρόσθετα το προβλεπόµενο ποσοστό 15%,της εθνικής παραγωγής προϊόντος ή προϊόντων κλπ, που απαιτείται για την αναγνώριση, έρχεται, κατά την άποψή µας, σε αντίθεση µε το άρθρο 157 παρ.1 α) σε συνδυασµό µε το άρθρο 158 παρ.1 γ), µε το οποίο απαιτείται σηµαντικό µέρος εκπροσώπησης των οικονοµικών δραστηριοτήτων της παραγωγής κλπ, πέραν του συνόλου, που είναι το επιθυµητό. Άποψή µας είναι ότι η µη αναφορά του Κανονισµού στο ποσοστό του 1/3 της παραγωγής κ.λ.π, που προέβλεπαν οι προγενέστεροι κανονισµοί, οι οποίοι ως κλαδικοί (οπωροκηπευτικά, καπνός, ζάχαρη, κλπ) υποχρεωτικά ανέφεραν το ποσοστό της αντιπροσωπευτικότητας για κάθε προϊόν, προκειµένου να τύχει αναγνώρισης µια ∆.Ο, σηµαίνει ότι, µε τον νέο κανονισµό, επιδιώκεται η θέσπιση µεγαλύτερου του 1/3 ποσοστού και όχι µικρότερου. Η άποψή µας αυτή, βρίσκει έρεισµα στις αντίστοιχες διατάξεις των κρατών µελών της Ένωσης, όπως για παράδειγµα η εθνική νοµοθεσία στην Ισπανία, απαιτεί σήµερα ∆.Ο, που επιδιώκουν την αναγνώρισή τους να αποδείξουν ότι αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 51% της σχετικής παραγωγής σε σχέση µε κάθε κλάδο της ∆.Ο εντός της γεωγραφικής περιοχής όπου δραστηριοποιείται η οργάνωση,ενώ µε τον προγενέστερο νόµο της, προέβλεπε 35% ( αύξηση του βαθµού της αντιπροσωπευτικότητας) στην Αυστρία το ίδιο ποσοστό, στην Ιταλία 40% στην Μάλτα 66%. Υπάρχουν και χώρες µε µικρότερα ποσοστά όπως η Γερµανία, που ορίζει το 35% αλλά στην Γερµανία, η πολύ καλή οργάνωση των αγροτικών συνεταιρισµών, επιλύει πολλά προβλήµατα, που άλλες χώρες µπορεί να αντιµετωπίζουν και τα λύνουν δια των ∆.Ο. Και βεβαίως το πρωτοφανές της διάταξης, το οποίο είµεθα απόλυτα βέβαιοι, ότι θα δηµιουργήσει προβλήµατα σε ενωσιακό επίπεδο, είναι ότι το ποσοστό του 15% της αντιπροσωπευτικότητας θα πρέπει να αποτελεί τον µέσο όρο των τριών τελευταίων ετών. Και βεβαίως αυτό δεν διευκρινίζεται αν ισχύει κατά την ίδρυση ή και κατά τον ετήσιο έλεγχο της αντιπροσωπευτικότητας. ∆ηλαδή µιλάµε για µηδενική αντιπροσωπευτικότητα, διότι περί αυτού πρόκειται στην πραγµατικότητα.

Κατόπιν των ανωτέρω, τίθεται αυτονοήτως το ερώτηµα: Ποιος είναι ο λόγος που υπαγορεύει την υποβάθµιση του θεσµού στην χώρα ; Υποβάθµιση σηµαίνει καλλιέργεια νοοτροπίας, η οποία «βολεύει», π. χ αντιπροσωπευτικότητα «15%», για όλα τα προϊόντα, χωρίς καµία ειδική αιτιολογία και µάλιστα κατά µέσον όρο τριετίας.

 Όµως έτσι κινούµεθα µακριά από την πολιτισµένη Ευρώπη, παρά τις αντίθετες εξαγγελίες µας, η οποία θέσπισε δια της διεπαγγελµατικής συνεργασίας ένα ανοιχτό δηµοκρατικό χώρο συζητήσεων και ανταλλαγής πληροφοριών µεταξύ των κατόχων γεωργικών εκµεταλλεύσεων, των βιοµηχανιών µεταποίησης και των εµπόρων µε βάση την εθελοντική συµµετοχή των µελών τους, µε ίσους όρους, δεδοµένου ότι ο στόχος τους, θα πρέπει να είναι κυρίως η αναζήτηση µιας δίκαιης ισορροπίας, όσον αφορά στα δικαιώµατα και στις υποχρεώσεις των διαφόρων επαγγελµατικών κατηγοριών. Είναι εξαιρετικά άδικο, κύριοι Συντάκτες και Νοµοθετούντες.

Πραγµατική έκπληξη αποτελεί το γεγονός ότι στον νόµο ουδεµία αναφορά γίνεται στο άρθρο 164, του κανονισµού, για την επέκταση κανόνων, ούτε ακόµη και σαν απλή αναφορά στο άρθρο 54 περ. γ), όπου γίνεται απαρίθµηση των εφαρµοστέων άρθρων του κανονισµού, ούτε βεβαίως στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 58. Αυτονοήτως αναφορά δεν γίνεται και στο εξαιρετικά σηµαντικό άρθρο 210 του Κανονισµού, που αναφέρεται στην προστασία των ∆.Ο από τις αρχές ανταγωνισµού για συµφωνίες, αποφάσεις και εναρµονισµένες πρακτικές οι οποίες αποβλέπουν στην εκπλήρωση των στόχων τους, αρκεί να έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και να µην είναι πραγµατικά ασύµβατες προς τους Ενωσιακούς κανόνες (Άρθρο 108 ΣΛΕΕ). Η διοικητική πράξη, δεν καλύπτει το έλλειµµα.Αλλά και αν το καλύπτει υποβαθµίζεται η σηµαντική χρησιµότητα των διατάξεων.

Περαιτέρω το άρθρο 5 αποτελεί, κατά την άποψή µας, µια βραδυφλεγή βόµβα στα χέρια των ∆ιεπαγγελµατικών Οργανώσεων. Η νοµολογία του ∆ΕΚ, έχει ξεκαθαρίσει ότι οποιαδήποτε επιχορήγηση γίνεται από κρατικούς πόρους έρχεται σε ευθεία αντίθεση µε το άρθρο 107 και το άρθρο 108 της ΣΛΕΕ. Ο κίνδυνος να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύεις, όλες οι χρηµατοδοτήσεις της διάταξης, είναι περισσότερο από βέβαιος.

Άποψή µας είναι ότι, οι συνετές ∆.Ο, οι οποίες πρέπει να συντάξουν τα καταστατικά τους µε ιδιαίτερη προσοχή, µέσα στο πλαίσιο της Ανακοίνωσης της Επιτροπής του 1990 και κυρίως της νοµολογίας του ∆ΕΚ, πριν κάνουν την οποιαδήποτε χρήση της διάταξης του άρθρου 5, να ζητήσουν, δια των αρµοδίων αρχών, την προηγούµενη έγκριση της Επιτροπής, ώστε η «χρηµατοδότηση» την οποία θα λάβουν, µε οποιοδήποτε όνοµα και αν αυτή τους δοθεί, να µη χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση, που θα έχει ως αποτέλεσµα την επιστροφή των χρηµάτων µε απόφαση της Ε.Ε.( διαδικασία ανακτήσεως κρατικών ενισχύσεων) ή του ∆ικαστηρίου. Υπενθυµίζεται ότι στην περίπτωση αυτή πέραν των µελών των ∆.Ο, διώκονται ως υπεύθυνοι, µέχρι την επιστροφή, ατοµικά και οι εκπρόσωποι των ∆.Ο και µε την ατοµική τους περιουσία.

Τέλος στον νόµο γίνεται σύγχυση µεταξύ ίδρυσης και αναγνώρισης µιας ∆.Ο. Το άρθρο 53 παρ.2 και άρθρο 55 παρ.1 αναφέρει ότι οι ∆.Ο ιδρύονται, σύµφωνα µε τις διατάξεις της Ενωσιακής νοµοθεσίας.

Όµως οι ∆.Ο ιδρύονται σύµφωνα µε τις εθνικές διατάξεις και αναγνωρίζονται σύµφωνα επίσης µε τις εθνικές διατάξεις, οι οποίες εναρµονίζονται-συµπληρώνονται µε τις Ενωσιακές. Για το λόγο αυτό είχε χαρακτηριστεί ατυχής η διατύπωση της παρ. 2 και 3 του άρθρου 34 του ν.4384/2016, το οποίο επαναλαµβάνεται στον νέο νόµο. Προαναφέρθηκε ότι στην Γαλλία ο εθνικός νοµοθέτης το έτος 1975, είχε ορίσει τις ∆.Ο, όπως ακριβώς αργότερα τις ορίζουν οι επιµέρους κοινοτικοί κανονισµοί, όπως ο Καν.2200/96, για τα οπωροκηπευτικά και οι λοιποί κλαδικοί κανονισµοί για τον καπνό, την ζάχαρη κλπ.

Όλα τα ανωτέρω αναφέρονται ενδεικτικά, διότι απαιτούνται πολλές σελίδες, για τον σχολιασµό του κάθε άρθρου του νόµου, ο ίδιος λόγος, για τον οποίο δεν σχολιάζουµε και την εκδοθείσα Υ.Α για τις ∆.Ο.

Συµπερασµατικά, ο νέος νόµος υποβαθµίζει, κατά την άποψή µας,τον θεσµό. Αυτό προκύπτει «σηµειολογικά» και από το γεγονός ότι ιδρύεται ένας σηµαντικός θεσµός για την Γεωργία, µε εκπρόθεσµη Υπουργική Τροπολογία, σε νόµο άλλου Υπουργείου και όχι του ΥΠΑΑΤ και µάλιστα νόµος µέσα σε νόµο, όπως ευστόχως ελέχθη. Επιπρόσθετα, επειδή ουσιαστικά ο νέος νόµος, δεν επιφέρει αλλαγές σε σχέση µε τον ισχύοντα νόµο (4384/2016), παρά µόνο κάποιες αλλαγές που ερευνώνται, κατά την άποψή µας, για την συµβατότητά τους µε το ενωσιακό δίκαιο (αντιπροσωπευτικότητα-χρηµατοδότηση), µας δίδεται η εντύπωση, ότι οι αλλαγές αυτές ικανοποιούν µάλλον αιτήµατα, όσων δεν επιθυµούν την ορθή λειτουργία του θεσµού.

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία