BACK TO
TOP
Ειδικά Αφιερώματα

Ζωηρή ζήτηση, χαμηλά αποθέματα κρατούν ψηλά τα αγροτικά εμπορεύματα

Το ερωτηµατικό των τιµών στα βασικά αγροτικά εµπορεύµατα δεν προβάλλεται ως το κυρίαρχο για το 2022 αφού οι περισσότεροι αναλυτές προεξοφλούν πως η αγορά θα διατηρηθεί στα υψηλά του εύρους καθ’ όλη τη διάρκεια του νέου έτους, όσο τα αποθέµατα παραµένουν αποδυναµωµένα και η ζήτηση διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, καθώς η συνθήκη της πανδηµίας θα αποδυναµώνεται.

27-30-cover_2

Πέτρος Γκόγκος

1446
0

Οι παραγωγικές επιδόσεις διαµορφώνουν τη µια βασική παράµετρο που θα καθορίσει την πορεία των αγορών αγροτικών προϊόντων. Τα δεδοµένα γέρνουν προς την άνοδο, αφού όπως σηµειώνει η Rabobank, η IGN, η SnP Global Platts, οι συνθήκες υπό το φαινόµενο La Nina που εκδηλώνεται για δεύτερη χρονιά, υπαγορεύουν «κόντρα άνεµο» στην εξέλιξη των καλλιεργειών.

Ένας βασικός παράγοντας όµως που έρχεται να συµπιέσει τις αξιώσεις για µεγάλες παραγωγές, ειδικά σε εκτατικές καλλιέργειες υψηλών απαιτήσεων, είναι το κόστος της ενέργειας που αποθαρρύνει αρκετούς παραγωγούς από το κυνήγι επιδόσεων αλλά και από τις εν λόγω επιλογές. Ήδη οι αναλυτές προεξοφλούν µειωµένες παραγωγές στο καλαµπόκι.  

Ο άλλος παράγοντας είναι τεχνικός και έχει να κάνει µε τις αποφάσεις των µεγάλων funds που τροφοδότησαν κερδοσκοπικά την άνοδο τους προηγούµενους µήνες. Εφόσον οι κεντρικές τράπεζες φρενάρουν τους εκτυπωτές και τα επιτόκια αυξηθούν µέσα στο πρώτο εξάµηνο του νέου έτους, µια πτωτική αντίδραση σε όλα τα ταµπλό δεν θα προκαλέσει έκπληξη.




Αγροτικές Εκτάσεις

Οριακή µείωση των αγροτικών εκτάσεων της ΕΕ αναµένει η Κοµισιόν µέχρι το τέλος της δεκαετίας,
που αποδίδεται στην εγκατάλειψη αγροτεµαχίων χαµηλής παραγωγικότητας σε συνδυασµό µε ένα κύµα αναδασώσεων που θα εντείνει η πράσινη στρατηγική του µπλοκ. Η συνολική χρησιµοποιούµενη γεωργική

έκταση προβλέπεται να µειωθεί οριακά στα 160,5 εκατ. εκτάρια το 2031. Οι δασικές εκτάσεις συνεχίζουν
να αυξάνονται ξεπερνώντας τις καλλιεργούµενες εκτάσεις έως το 2031, φτάνοντας τα 161,4 εκατ. εκτάρια.

Χρονιά μελετημένης εξάσκησης της δυνατότητας των προπωλήσεων το 2022

Τα θεµελιώδη παραµένουν ευνοϊκά για την παγκόσµια αγορά βάµβακος, η οποία έπειτα από τη διόρθωση πανικού που επέφερε η νέα µετάλλαξη του κορωνοϊού δείχνει να σταθεροποιείται σε ένα εύρος τιµών µεταξύ των 105 και 110 σεντς ανά λίµπρα στα συµβόλαια Μαρτίου 2022, όσο οι τελευταίες εκτιµήσεις του αµερικανικού υπουργείου Γεωργίας αναµένουν µείωση των τελικών αποθεµάτων της τρέχουσας εµπορικής περιόδου.

Όλα αυτά διαµορφώνουν µια ισορροπία στη διεθνή αγορά η οποία φαίνεται να λειτουργεί µε οµαλούς ρυθµούς στο υφιστάµενο εύρος τιµών.

Οι εκτιµήσεις διεθνών αναλυτών παραµένουν αισιόδοξες ως προς τα θεµελιώδη της αγοράς, µε τα αντανακλαστικά της φυσικής αγοράς να ενεργοποιούνται και τη ζήτηση να ενισχύεται την περασµένη εβδοµάδα. Άλλωστε και στα τεχνικά, η µακροπρόθεσµη εικόνα παραµένει ταγµένη προς την άνοδο. Βασική προϋπόθεση πάντως να µην εκδηλωθεί κάποιος «µαύρος κύκνος» στις διεθνείς αγορές ή να αποτραβηχτούν τα funds απότοµα, κάτι που θα είχε πτωτικές επιπτώσεις σε όλα τα χρηµατιστήρια.

Αναφορικά µε τις προοπτικές της επόµενης καλλιεργητικής περιόδου, τα συµβόλαια ∆εκεµβρίου 2022 έχουν χάσει το επίπεδο των 90 σεντς ανά λίµπρα και παρά την ανοδική αντίδραση, φαίνεται ότι η αγορά δυσκολεύεται να τα κατακτήσει εκ νέου. Στις ΗΠΑ ορισµένοι παραγωγοί έχουν ήδη προπωλήσει έως και το 50% της µελλοντικής τους παραγωγής σε επίπεδα πέριξ των 92 σεντς η λίµπρα.

Καθώς οι προπωλήσεις για τη σοδειά του 2022 ξεκλειδώνουν, από τεχνική άποψη έρχεται να ενισχυθεί και το σενάριο της ICAC που θέλει τις τιµές παραγωγού να διατηρούνται στα υψηλά του εύρους. Συγκεκριµένα, δελτίο αγοράς της ∆ιεθνούς Συµβουλευτικής Βάµβακος, η οποία εκτιµά πως οι τιµές θα διατηρηθούν στα υψηλά του εύρους καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, χωρίς ωστόσο να βλέπει περιθώρια επανάληψης της ιστορικής κούρσας που συντελέστηκε την περίοδο 2010-2011 κατά την οποία η διεθνής τιµή είχε υπερβεί τα 2 δολάρια ανά λίµπρα. Η έκθεση της ICAC ορίζει το εύρος τιµών βάµβακος για την εµπορική σεζόν του 2022 µεταξύ των 91 και 119 σεντς ανά λίµπρα, µε µια µέση τιµή στα 103,29 σεντς.

Στην Ελλάδα είναι ακόµα νωρίς για να ανοίξει η συζήτηση των προπωλήσεων, έπειτα και από την εµπειρία της φετινής χρονιάς. Άλλωστε και τα εκκοκκιστήρια δεν δίνουν από τώρα τη δυνατότητα φιξαρίσµατος ποσοτήτων που θα παραχθούν του χρόνου. Έτσι και αλλιώς, η κατάσταση είναι τέτοια στο παραγωγικό µέτωπο που και οι ίδιοι οι παραγωγοί δεν ξέρουν πώς θα κινηθούν στις εαρινές σπορές, όσο το κόστος άρδευσης λόγω ∆ΕΗ και των εφοδίων σε δεύτερη φάση, καθιστούν σχεδόν απαγορευτική οποιαδήποτε ποτιστική καλλιέργεια.

Εξισορρόπηση στην αγορά λιπασµάτων το β’ τρίµηνο 2022

Υποχώρηση των τιµών στις πρώτες ύλες για την παραγωγή προϊόντων θρέψης αναµένουν για το πρώτο εξάµηνο του 2022 διεθνείς αναλυτές, που παράλληλα αναµένουν διατήρηση της ζήτησης για όσο διατηρούνται οι τιµές των αγροτικών εµπορευµάτων στα υψηλά του εύρους. Ο ρυθµός ανάπτυξης συνολικής ζήτησης δεν θα υπερβεί το 0,9% µέσα στο 2022 και αναµένεται να εκδηλωθεί σε χώρες του αναπτυγµένου κόσµου. Εφόσον
η συγκυρία στην αγορά ενέργειας υποχωρήσει, αναµένεται η παραγωγή στα εργοστάσια λιπασµάτων να ενισχυθεί, φτάνοντας εν τέλει τη προσφορά, ενώ όσο ρυθµίζεται το κοµµάτι των µεταφορών, τόσο θα οµαλοποιείται και η κατάσταση στην αγορά. Η πλήρης εξισορρόπηση της αγοράς ωστόσο δεν αναµένεται πριν το δεύτερο εξάµηνο του νέου έτους.

Η ζήτηση για το 2021 σε αζωτούχα λιπάσµατα ενισχύθηκε κατά 4,1%, µε τις εκτιµήσεις για το 2022 να τοποθετούν τη διεύρυνση της κατανάλωσης στο 1%. Η ουρία αναµένεται να γνωρίσει επίσης ενισχυµένη ζήτηση για το 2022

κατά 3%, µε τους αναλυτές να υπογραµµίζουν ότι η χρήση προϊόντων λίπανσης είναι σχετικά ανελαστική, οπότε τα σενάρια περί κατάρρευσης της ζήτησης είναι µερικώς φουσκωµένα από τη συγκυρία ανατιµήσεων.

Λιγοστά τα σιτηρά σε βάθος 10ετίας

Ακόµα και αν οι καιρικές συνθήκες αποδειχθούν ευνοϊκές για τις καλλιέργειες σιτηρών εντός του 2022, τα παγκόσµια αποθέµατα που αυτήν την περίοδο έχουν εξαντληθεί σηµαντικά, θα βρίσκονται χαµηλότερα από τα µέσα επίπεδα των τελευταίων ετών. Σε αυτό εστιάζουν δύο διαφορετικές εκθέσεις, µια από τη Rabobank και µια από την IGN που αναγνωρίζουν µεν ότι η εν λόγω αγορά βρίσκεται σε υψηλά ετών εδώ και αρκετούς µήνες, ωστόσο δεν βλέπουν σοβαρές ενδείξεις αποκλιµάκωσης, εκτιµώντας άρα ότι η αγορά θα σταθεροποιηθεί στα υψηλά του εύρους και για το 2022.

Φυσικά οι καιρικές συνθήκες θα είναι ο ουσιαστικός καταλύτης για την εξέλιξη της νέας σοδειάς, οι οποίες αν και ήταν ευνοϊκές µέχρι στιγµής στην Ελλάδα κατά την διάρκεια την φθινοπωρινών σπορών, δεν βοήθησαν τους παραγωγούς της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας. Με τα µετεωρολογικά πλάνα να εξακολουθούν να επηρεάζονται από το φαινόµενο El Nino το οποίο και πέρυσι έφερε έντονες ξηρασίες που έπληξαν σοβαρά την παραγωγή σκληρού σίτου στον Καναδά, κανένας δεν µπορεί να προδιαγράψει τις εξελίξεις του 2022.

Στην Ελλάδα, τα έως τώρα δεδοµένα δείχνουν µια αύξηση των στρεµµάτων που δεν αναµένεται ότι θα υπερβεί το 10%, στα 3,6 µε 3,7 εκατ. στρέµµατα δηλαδή. Τις φετινές σπορές πάντως σηµάδεψε και το αυξηµένο στρεµµατικό κόστος, αφού πετρέλαιο και εφόδια επιβαρύνουν µε ένα 25 έως 40% τα κοστολόγια των αγροτών. Ήδη δηλαδή ειδικά στις περιπτώσεις παραγωγών που πούλησαν νωρίς πέρυσι το καλοκαίρι τη σοδειά τους, το ρίσκο φέτος γίνεται µεγάλο.

Σε βάθος δεκαετίας πάντως, οι εκτάσεις των καλλιεργούµενων σιτηρών αναµένεται να υποστούν την µεγαλύτερη µείωση (-2,8%), ενώ χτύπηµα θα υποστεί και η συνολική παραγωγή δηµητριακών που θα περιοριστεί στους 276 εκατ. τόνους έως το 2031 (-2,5%). Παράλληλα όµως προβλέπεται και η µείωση της κατανάλωσης κατά 2,7%, που θα την φέρει στους 254,8 εκατ. τόνους, εξαιτίας της µειωµένης ζήτησης για ζωοτροφές. Η ΕΕ θα παραµείνει ανταγωνιστική στο παγκόσµιο εµπόριο δηµητριακών, αλλά θα αντιµετωπίσει ισχυρό ανταγωνισµό και το µερίδιο της στην αγορά αναµένεται να παρουσιάσει αισθητή µείωση.

Την αναγέννηση του βιοντίζελ θα κληθεί να καλύψει το καλαµπόκι

Πιο καθαρές ενδείξεις που υπαγορεύουν ανοδική τάση εµφανίζει η διεθνής αγορά καλαµποκιού, η οποία καλείται να καλύψει τη ζήτηση µιας αναγέννησης του βιοντίζελ στις ΗΠΑ αλλά και τη διαφαινόµενη µείωση των εκτάσεων τη νέα καλλιεργητική περίοδο, εξαιτίας των συµπιεσµένων περιθωρίων κέρδους. ∆ιστακτικοί πωλητές αναµένεται ότι θα είναι οι παραγωγοί καλαµποκιού καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, αφού το αυξηµένο κόστος στις εισροές ροκανίζει αισθητά τα περιθώρια κέρδους, κάτι που ενδέχεται να ωθήσει την αγορά στον σχηµατισµό νέων υψηλών, σύµφωνα µε τη Rabobank. Μέχρι και το 2023, η αναλογία αποθεµάτων προς κατανάλωση θα βρίσκεται στο 1/3 της τιµής που έδινε η αντίστοιχη εξίσωση το διάστηµα 2013-2020 λένε οι αναλυτές της τράπεζας, µε το «άσχηµο» σενάριο της χρονιάς να µην αφορά πτώση των τιµών, αλλά την σταθεροποίησή τους στα τωρινά επίπεδα, µε την προϋπόθεση ότι τα στρέµµατα και οι αποδόσεις θα είναι αυξηµένα στην Ανατολική Ευρώπη, κάτι που προς το παρόν δεν διαφαίνεται. Το σενάριο νέας ανόδου της Rabobank, το οποίο σηµειωτέων πέρυσι εκπληρώθηκε, περιλαµβάνει µια νέα χρονιά µειωµένων αποδόσεων στη Λατινική Αµερική, κάτι που θα ωθούσε σε νέα υψηλά τις τιµές και θα υποχρέωνε τους αγοραστές σε αναµονή για το 2023 πλέον, µε τα αποθέµατα να εξαντλούνται κι άλλο.




Σταθεροποίηση στο ελαιοκομικό τονάζ στους 2,4 εκατ. τόνους

Στο 44% του συνολικού τονάζ παραγωγής ελαιολάδου της ΕΕ αναµένεται ότι θα διευρυνθεί το µερίδιο των εξαγωγών σε Τρίτες χώρες, όπως προκύπτει από τις µεσοπρόθεσµες εκτιµήσεις της Κοµισιόν για την εξέλιξη των αγορών βασικών αγροτικών εµπορευµάτων µε ορίζοντα το 2031. Τα δεδοµένα αυτά δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη διαφοροποίηση από αντίστοιχες µελέτες που είδαν το φως της δηµοσιότητας το τελευταίο διάστηµα, µε την Κοµισιόν να εντοπίζει ισχυρές πιθανότητες επιπλοκών στην καλλιέργεια εξαιτίας των µεταβαλλόµενων κλιµατικών συνθηκών. Σε κάθε περίπτωση, σταθεροποίηση κοντά στους 2,4 εκατ. τόνους αναµένεται ότι θα διαµορφώσει η ευρωπαϊκή παραγωγή ελαιολάδου µέχρι το 2030, κάτι που συνεπάγεται µια µικρή αύξηση των διαθέσιµων ποσοτήτων συγκριτικά µε τις επιδόσεις που διαµορφώνει ο ελαιώνας των µεσογειακών κρατών µελών της ΕΕ τα τελευταία χρόνια, γύρω από τους 2 µε 2,2 εκατ. τόνους. Οι εκτιµήσεις αυτές έρχονται από µελέτη που συνυπογράφει το ∆ιεθνές Συµβούλιο Ελαιοκοµίας (IOC) και η γενική γραµµατεία Γεωργίας της Κοµισιόν (DG Agri) που αναµένουν παράλληλα µια αύξηση των εξαγωγών ελαιολάδου εκτός µπλοκ, σε επίπεδα άνω των 1 εκατ. τόνων µε την κατανάλωση να σταθεροποιείται και αυτή στους 1,5 εκατ. τόνους. Φαίνεται δηλαδή ότι τα θεµελιώδη της προσφοράς και της ζήτησης στον τοµέα παραγωγής ελαιολάδου της ΕΕ οδεύουν σε µια σταθεροποίηση που αφήνει λίγα περιθώρια για αποθήκευση ποσοτήτων στις δεξαµενές, µε τα αποθέµατα λοιπόν να περιορίζονται σε µεγέθη αρκετά κάτω από τους 500.000 τόνους.

 Την µεγαλύτερη ετήσια ποσοστιαία αύξηση στην παραγωγή θα έχει η Πορτογαλία (+4% ετησίως) ενώ στα ίδια επίπεδα αναµένεται να κινηθεί η Ελλάδα, έχοντας την χαµηλότερη αναµενόµενη αύξηση στην παραγωγή της (+0,5%), κάτω από τον µέσο όρο αύξησης παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία υπολογίζεται να διαµορφωθεί στο 1,3% ετησίως.

Υποχωρεί η παραγωγική ικανότητα σε φρούτα και κρασί

Οριακή µείωση στην παραγωγή ευρωπαϊκών κρασιών και φρούτων καταγράφει έκθεση της Κοµισιόν µε τις µεσοπρόθεσµες προοπτικές στις αγορές αγροτικών εµπορευµάτων, κάτι που στην περίπτωση των φρούτων αναµένεται να υποχρεώσει σε ενίσχυση των τιµών, εξαιτίας της τάσης στροφής των καταναλωτών σε φυτικά προϊόντα και σε έναν υγιεινό τρόπο ζωής. Η οινοπαραγωγή αναµένεται να παρουσιάσει σταθερή ετήσια µείωση 0,3%, φτάνοντας τα 148 εκατ. εκατόλιτρα το 2031.

Η παραγωγή φρέσκιας τοµάτας και πυρηνόκαρπων θα µειωθεί κατά 0,4% ετησίως, στους 6,3 και 2,9 εκατ. τόνους αντίστοιχα το 2031.
Η µηλοπαραγωγή αναµένεται να παραµείνει σταθερή στους 11,1 εκατ. τόνους ως το 2031, µε αύξηση όµως της κατανάλωσης εντός του µπλοκ κατά 0,6% ετησίως. Η παραγωγή πορτοκαλιών θα παρουσιάσει ετήσια αύξηση 0,3%, ξεπερνώντας τους 6,5 εκατ. τόνους έως το 2031.

Ετήσια αύξηση εξαγωγών 3% στα γαλακτοκοµικά της Ευρώπης µέχρι το 2031 περιµένει η Κοµισιόν

Σε µια δεκαετία µε έντονη δυναµική στον κλάδο της κτηνοτροφίας και των γαλακτοκοµικών εξελίσεται η τρέχουσα, µε την Κοµισιόν να αναµένει ετήσια αύξηση των εξαγωγών γαλακτοκοµικών προϊόντων της ΕΕ κατά 3% µέχρι το 2031. Σύµφωνα µε σχετική µελέτη, τα επόµενα χρόνια, πάνω από το ήµισυ (57%) της αυξηµένης παραγωγής τυριού στην ΕΕ αναµένεται ότι θα απορροφηθεί από τις εξαγωγές, σενάριο που εφόσον υλοποιηθεί θα καθιερώσει την Ευρώπη σε παγκόσµια ηγέτιδα στον κλάδο, αφού θα διατηρεί µερίδιο 47% στην εν λόγω αγορά. Η αύξηση της εγχώριας κατά κεφαλήν κατανάλωσης ωστόσο αναµένεται να περιοριστεί κατά περίπου 2 κιλά λιγότερο από την 2011-2021, µε µικρό πάντως αντίκτυπο δεδοµένου του ήδη υψηλού επιπέδου κατανάλωσης. Τα φρέσκα γαλακτοκοµικά προϊόντα της ΕΕ θα µπορούσαν να ωφεληθούν από την αύξηση των εξαγωγών καθώς η εξίσωση µεταφράζεται σε εξαγωγές 1,8 εκατ. τόνων µέχρι το 2031. Το εµπόριο θα συνεχίσει να αυξάνεται µε παρόµοιο ρυθµό µε τη περίοδο 2011-2021 (+10%), ενώ η αύξηση της ζήτησης στην ΕΕ οριακά σταθεροποιείται µε ρυθµό 0,2% ετησίως.

Ολόκληρο το αφιέρωμα διαθέσιμο εδώ




Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία