BACK TO
TOP
Γνώμες

Η Οικονομία της Εμπειρίας

Οι σύγχρονες πλούσιες οικονοµίες έχουν εξελιχθεί από αγροτικές σε βιοµηχανικές οικονοµίες κατά τον 19ο αιώνα και σε οικονοµίες υπηρεσιών στα τέλη του 20ου αιώνα.

50-51_6

Κώστας Καραντινινής

271
1

Οι καταναλωτές των εύπορων κοινωνιών προσδοκούν κάτι παραπάνω από την ποσότητα και την ποιότητα των αγαθών που καταναλώνουν, είτε πρόκειται για αυτοκίνητα και κινητά τηλέφωνα, είτε για ποτά και τρόφιµα. Οι καταναλωτές προσβλέπουν στο να αποκοµίσουν περαιτέρω εµπειρίες. Η εξέλιξη σε µια «οικονοµία της εµπειρίας» φαίνεται από την αύξηση της κατανάλωσης δραστηριοτήτων αναψυχής, ψυχαγωγίας, ταξιδίων, τουρισµού, ενώ το ποσοστό της κατανάλωσης εµπορευµάτων µειώνεται.

Λέγεται ότι η µελλοντική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής γεωργίας, και ιδίως της ελληνικής γεωργίας, δεν βασίζεται αποκλειστικά και µόνο στην αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα, και στην παραγωγή εµπορευµάτων, ούτε – ιδίως – στην περαιτέρω επιχορήγηση της πρωτογενούς γεωργίας, αλλά στην «οικονοµία της εµπειρίας». Ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές προτίθενται να πληρώσουν περισσότερο για τρόφιµα που τους προσθέτουν κάποια µορφή άυλης εµπειρίας. Η εµπειρία αυτή δεν εξαντλείται στην κατανάλωση του αγαθού, αλλά συνεχίζεται και πέραν αυτής. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν είδη διατροφής, όπως προϊόντα βιολογικά ή «δίκαιου εµπορίου», καθώς επίσης και προϊόντα µε Προστατευόµενη Ονοµασία Προέλευσης (ΠΟΠ). Επιπλέον, προϊόντα τα οποία πωλούνται στις τοπικές αγορές, ή σε τοπικές ή θεµατικές εκθέσεις προϊόντων, προσθέτουν περαιτέρω εµπειρίες. Το πλεονέκτηµα αυτών των προϊόντων για τον παραγωγό σχετίζεται ιδιαίτερα µε τη διαφοροποίηση του προϊόντος και τη δυνατότητα παραγωγής σε µικρής κλίµακα.

Η νέα οικονοµία της εµπειρίας θέτει προκλήσεις για την πολιτική και την οργάνωση της αγροδιατροφικής εφοδιαστικής αλυσίδας. Το ερώτηµα είναι εάν πρέπει να κατευθυνθούν περισσότεροι πόροι σε προγράµµατα αγροτικής ανάπτυξης και καινοτοµίας, και σε προγράµµατα που µπορούν να βοηθήσουν τους παραγωγούς και την αγροδιατροφική εφοδιαστική αλυσίδα να αναπροσανατολιστούν προς την οικονοµία της εµπειρίας – αντί να συνεχιστεί η υποστήριξη µε άµεσες ενισχύσεις µε εµπορευµατική κατεύθυνση. Παρά τον σκεπτικισµό σχετικά µε το κατά πόσον συγκεκριµένες πολιτικές στήριξης µπορούν να επιφέρουν τέτοιου είδους αλλαγές (π.χ. Swinnen, et. al, 2012, σελ. 43; Mathews, 2012), οι φορείς χάραξης πολιτικής και οι συµµέτοχοι της αγροδιατροφικής εφοδιαστικής αλυσίδας δεν θα πρέπει να παραβλέπουν τις δυνατότητες της οικονοµίας της εµπειρίας.

Ιδιαίτερα σηµαντικός είναι ο ρόλος του ιδιωτικού τοµέα, και η αναδιοργάνωσή του προς την οικονοµία της εµπειρίας. Η αγροδιατροφική εφοδιαστική αλυσίδα καλείται να αναδιοργανωθεί και να αποκτήσει νέο προσανατολισµό, θα πρέπει να αναπτυχθούν βραχείες αλυσίδες εφοδιασµού και τοπικές αγορές, και θα πρέπει να δηµιουργηθεί εµπορικό σήµα (branding) τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε τοπικά προϊόντα και «προϊόντα εµπειρίας». Η οργάνωση της αγροδιατροφικής εφοδιαστικής αλυσίδας θεωρείται καίρια για δύο λόγους. Κατ’ αρχήν, είναι απαραίτητο να οργανωθεί έτσι ώστε τα πολυάριθµα αυτά προϊόντα να προσφέρονται προς τους τελικούς καταναλωτές, και να επιστρέφει στους παραγωγούς η πληροφορία σχετικά µε τις απαιτήσεις των καταναλωτών. Κατά δεύτερο λόγο, η αλυσίδα θα πρέπει να είναι σε θέση να µεταβιβάζει τις προσόδους που θα δηµιουργούνται στους παραγωγούς και σε άλλους συµµετόχους, µε τρόπο αποδοτικό και ταυτόχρονα δίκαιο.

Θα ήταν αφέλεια να ισχυριστεί κανείς ότι το αγροδιατροφικό σύστηµα της Ελλάδας θα πρέπει να προσανατολίζεται εξ ολοκλήρου στην παραγωγή και τη διανοµή αγαθών εµπειρίας. Αυτό, είναι και ανέφικτο και ανεπιθύµητο. Αντιθέτως, η αγροδιατροφική εφοδιαστική αλυσίδα χρειάζεται να κλιµακωθεί και να αλλάξει προσανατολισµό προς µια ευρεία διαφοροποίηση προϊόντων.

 

∆ιαφοροποίηση Προϊόντος,
Κλίµακα και Εύρος: Ανάγκη κλιµάκωσης

Ένα συγκριτικό πλεονέκτηµα της ελληνικής παραγωγής αγροτικών προϊόντων είναι η διαφοροποίηση και το εύρος των προϊόντων. Η γεωγραφία, τα µικροκλίµατα, η ιστορία και η πολιτισµική ποικιλότητα της Ελλάδα έχουν αποτέλεσµα τη δηµιουργία πλήθους προϊόντων, µε τοπικά γεωγραφικά και πολιτισµικά χαρακτηριστικά. Η αρνητική πτυχή αυτού του συγκριτικού πλεονεκτήµατος είναι η µικρή κλίµακα παραγωγής, η οποία σχετίζεται µε:

  1. Υψηλό κόστος παραγωγής σε πρωτογενές επίπεδο, λόγω χαµηλών οικονοµιών κλίµακας.
  2. Υψηλό συναλλακτικό κόστος, κόστος συντονισµού και εκτέλεσης συµβάσεων.
  3. Ασυνέπεια και ασυνέχεια.
  4. Χαµηλή δυνατότητα καινοτοµίας – κυρίως λόγω της µικρής κλίµακας.

 

Υψηλό κόστος παραγωγής σε πρωτογενές επίπεδο

Σε γενικές γραµµές, η µικρή κλίµακα συνεπάγεται υψηλότερο κόστος παραγωγής, αλλά όχι απαραίτητα έλλειψη αποδοτικότητας. ∆εν υπάρχουν επιστηµονικά στοιχεία που να υποδηλώνουν υψηλότερη αποδοτικότητα για τις µεγάλες γεωργικές εκµεταλλεύσεις (βλ. παραδείγµατος χάριν Καδίτη και Νίτση, 2010). Επιπλέον, η µικρής κλίµακας παραγωγή είναι πολύ συχνά αναπόφευκτη, ιδίως στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές. Η πρόκληση, συνεπώς, δεν αφορά τόσο στον τρόπο περαιτέρω αύξησης της αποδοτικότητας µέσω της παραγωγής µεγαλύτερης κλίµακας, αλλά µάλλον στον τρόπο µετατροπής της µικρής αυτής κλίµακας σε συγκριτικό πλεονέκτηµα. Επίσης, η µικρή και η ευρεία κλίµακα πρέπει να συνυπάρχουν σε ένα υβριδικό µοντέλο παραγωγής, επεξεργασίας και διανοµής των τροφίµων.

Παρότι η παραγωγή µικρής κλίµακας είναι αναπόφευκτη στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές, η παραγωγή ευρύτερης κλίµακας στις πεδιάδες της Μακεδονίας-Θράκης και της Θεσσαλίας είναι το µοντέλο το οποίο χρησιµοποιείται για τα σιτηρά, το βαµβάκι κτλ.

∆εν µπορεί να τονιστεί επαρκώς πόσο σηµαντική είναι η κλιµάκωση, δηλαδή η ολοκλήρωση ανοδικά και καθοδικά, καθώς και η επίτευξη οικονοµιών κλίµακας στην επεξεργασία, στη διανοµή, την έρευνα και το µάρκετινγκ – δηλαδή σε όλο το εύρος της αγροδιατροφικής εφοδιαστικής αλυσίδας. Η δοµή του Ε∆ΕΣΓΤ µπορεί να αποτελέσει το κύριο εργαλείο για τον συντονισµό της κλιµάκωσης αυτής.

Υψηλό συναλλακτικό κόστος

Το κόστος συναλλαγών είναι το κόστος του επιχειρείν. Το κόστος συναλλαγών συνδέεται µε την αβεβαιότητα, την περιορισµένη ορθολογιστική ικανότητα, την καιροσκοπική συµπεριφορά και την υψηλή εξειδίκευση των επενδύσεων. Το γενικό θεσµικό περιβάλλον µιας οικονοµίας έρχεται να προστεθεί στο κόστος των συναλλαγών, αυξάνοντας περαιτέρω το κόστος του επιχειρείν. Η Ελλάδα ταξινοµείται πολύ χαµηλά από άποψη αποδοτικότητας των θεσµών της. Οι παράγοντες που συµβάλλουν στο υψηλό κόστος συναλλαγών περιλαµβάνουν µεταξύ άλλων την γραφειοκρατία, τους κανόνες της φορολογίας, την αστάθεια πολιτικών, και τη διαφθορά.

Ο συντονισµός µιας διάσπαρτης και άναρχης εφοδιαστικής αλυσίδας είναι προβληµατικός και ενέχει υψηλό συναλλακτικό κόστος. Το κόστος συντονισµού µπορεί να µειωθεί µέσα από την κλιµάκωση και την τυποποίηση και διάδοση πληροφοριών. Οι κάθετες δοµές όπως αυτές που προτείνονται µέσα από το σχήµα του Ε∆ΕΣΓΤ µπορούν να συµβάλουν προς αυτήν την κατεύθυνση. (TFGR Στήριξη νέων ευκαιριών για τη γεωργία στην Ελλάδα (ΣΝΕΓΕ), Καραντινινής 2014 ΣΝΕΓΕ 78)

Ασυνέπεια και ασυνέχεια

Πολλοί από τους τοπικούς παραγωγούς συχνά δεν έχουν καθόλου εµπορικό χαρακτήρα, ή εάν έχουν είναι σε µικρή, τοπική κλίµακα, χωρίς να υπάρχει συνέπεια, τυποποίηση ή επωνυµία (brand name). Η έντονη αβεβαιότητα και το χαµηλό κόστος εισόδου στην αγορά (τα προϊόντα αυτά συχνά δεν απαιτούν υψηλές επενδύσεις) οδηγούν τους µικρούς παραγωγούς σε είσοδο και µετέπειτα έξοδο από την αγορά. Η αστάθεια αυτή καθιστά το µακροπρόθεσµο σχεδιασµό κατά µήκος της αλυσίδας δύσκολο και δαπανηρό.

Υπάρχει µεγάλη ποικιλία στην µικρής κλίµακας παραγωγή βιοτεχνικών προϊόντων, όπως µαρµελάδες, γλυκά, σαλάτες, είδη φούρνου, τυριά, λουκάνικα κτλ. που λόγω της πολύ µικρής κλίµακας παραγωγής και της έλλειψης συνέπειας τόσο από άποψη ποσότητας όσο και ποιότητας δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον για κανάλια ευρύτερης διανοµής. Τα προϊόντα αυτά, ωστόσο, έχουν πολλές δυνατότητες να ενισχύσουν την αγροτική ανάπτυξη. Τίθεται ανάγκη κλιµάκωσης. Κάτι τέτοιο µπορεί να επιτευχθεί εάν αυτές οι πολύ µικρές µονάδες παραγωγής ενωθούν µέσω ποικίλου µεγέθους οµάδων παραγωγών, συνεταιρισµών και ιδιωτικών εταιριών. Περαιτέρω, η τυποποίηση, η επώνυµη σήµανση (branding) και η πρόσβαση στις τοπικές αγορές, και ακόµα και στις εξαγωγές µέσω ενός κέντρου εφοδιαστικής αλυσίδας, όπως ο ΕΚΕΕΑΤ (Ελληνικός Κόµβος Εξαγωγικής Εφοδιαστικής Αλυσίδας Τροφίµων) υπό το Ε∆ΕΣΓΤ. Οµοίως, η πρόσβαση σε οργανωµένες λαϊκές αγορές υπό την οργάνωση του ΚΑΛΑ (Κέντρο Ανάπτυξης Λαϊκών Αγροτών), θα παρέχει µια δίοδο ανάπτυξης για τα διαφοροποιηµένα προϊόντα.

Χαµηλή δυνατότητα καινοτοµίας

Οι µικρές επιχειρήσεις δεν έχουν την δυνατότητα να καινοτοµήσουν µε τον ίδιο ρυθµό όπως οι µεγαλύτεροι ανταγωνιστές τους. Χρειάζονται κλιµάκωση. Η συνεχής κατάρτιση, η υψηλά αποδοτική και ευέλικτη διεύρυνση των παρεχόµενων υπηρεσιών, η πρόσβαση σε χρηµατοδότηση και η πρόσβαση στις πληροφορίες κρίνονται απαραίτητες. Οι συνέργειες µε άλλες επιχειρήσεις, όχι µόνο σχετικές µε τον κλάδο των τροφίµων, θεωρούνται καίριες. Τα πάρκα καινοτοµίας τροφίµων (ΠΚΤ) και τα εκκολαπτήρια επιχειρήσεων αγροτικών τροφίµων (ΕΕΑΤ) υπό το Ε∆ΕΣΓΤ µπορούν να αποτελέσουν χώρους καινοτοµίας τόσο για τους µικρούς επιχειρηµατίες όσο και για τις µεγαλύτερες επιχειρήσεις.

Σχόλια (1)
Προσθήκη σχολίου

25-02-2020 11:42ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ

Τί ακριβώς σημαίνει Ε∆ΕΣΓΤ ?

Απάντηση
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία