BACK TO
TOP
Ιστορία

Κανείς δεν ξέρει το αλεύρι καλύτερα από έναν πάππου προς πάππου μυλωνά

Επτά γενιές μυλωνάδων μετράνε οι Μύλοι Λούλη, η αλευροβιομηχανία, η ιστορία της οποίας χάνεται στο βάθος του χρόνου. Με 230 χρόνια θητείας στο άλεσμα, η εταιρεία ξεκίνησε από έναν μικρό πετρόμυλο στα Ιωάννινα και κατάφερε σήμερα να γίνει η μεγαλύτερη του κλάδου στην Ελλάδα και η 28η σε σειρά αρχαιότητας εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών.

Κανείς δεν ξέρει το αλεύρι καλύτερα από έναν πάππου προς πάππου μυλωνά

14
0

 Πολλά χρόνια έχει στην πλάτη της η αλευροβιομηχανία Μύλοι Λούλη, η οποία βραβεύτηκε από το Σύλλογο Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων με το πλατινένιο βραβείο το περασμένο καλοκαίρι. Ανάμεσα σε άλλες «αιωνόβιες» επιχειρήσεις, η Μύλοι Λούλη τιμήθηκε για την πολυετή παρουσία της στην ελληνική αγορά, μια παρουσία που ξεκίνησε από τον 18ο αιώνα.

Κάπου στο 1782 τοποθετείται η «γέννηση» των Μύλων Λούλη, όταν δηλαδή ο Ζώης Λούλης έχτισε τον πρώτο πετρόμυλο της οικογένειας στην περιοχή της Αετοράχης Ιωαννίνων. Έκτοτε το «μικρόβιο» της συγκεκριμένης ενασχόλησης χαρακτηρίζει όλες τις γενιές της οικογένειας.


Βέβαια, μολονότι οι πρώτοι απόγονοι του Ζώη Λούλη είχαν μια επιτυχημένη πορεία –μάλιστα είχαν ιδρύσει μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες στην περιοχή- δεν στάθηκε δυνατό να συνεχιστεί η δραστηριοποίησή τους στα Ιωάννινα. Κι αυτό διότι η περιουσία και ο μύλος της οικογένειας καταστράφηκαν κατά την οπισθοχώρηση των Τούρκων το 1912.

Τότε τα τέσσερα από τα εννιά αδέλφια Λούλη εγκαταστάθηκαν στο Βόλο, όπου δύο χρόνια αργότερα αγόρασαν μερίδιο του Μύλου Ι. Ξύδη-Ν. Χατζηνίκου. Ο μύλος σταδιακά και ως το 1917 πέρασε στον πλήρη έλεγχο της οικογένειας Λούλη, κι έτσι ξεκίνησε επίσημα η λειτουργία του ως Κυλινδρόμυλος Αδελφών Λούλη.
Ο μύλος αυτός ήταν ο μεγαλύτερος και ο πρώτος αυτόματος που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία, δεν είχε όμως καλή τύχη, αφού μερικά χρόνια μετά καταστράφηκε από πυρκαγιά. Οι δυσκολίες, ωστόσο, φαίνεται πως πείσμωναν την οικογένεια. Έτσι, ένα χρόνο μετά την καταστροφή του μύλου λειτουργεί ένας νέος στη θέση του, με υπερσύγχρονη τεχνολογία για την εποχή του.

Η αλευροποιία, που εν τω μεταξύ είχε μετατραπεί σε Ανώνυμη Εταιρεία, συνέχισε την καλή της πορεία μέχρι και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ήρθε για να ανακόψει κάθε ανάπτυξη στην Ελλάδα. Εκείνη την περίοδο η οικογένεια Λούλη βοήθησε την  κατάσταση με τον τρόπο που ήξερε καλύτερα: Αλέθοντας δηλαδή. Έτσι, κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο ο μύλος τροφοδοτούσε τον ελληνικό στρατό στο αλβανικό μέτωπο, ενώ την παύση της λειτουργίας του με τη γερμανική κατοχή ακολούθησαν η επίταξη και η εργασία για τον Ερυθρό Σταυρό.

Μονόδρομος η ανάπτυξη
Το τέλος του πολέμου βρήκε την οικογένεια Λούλη να συνεχίζει αυτό που είχε αφήσει στη μέση, την αναπτυξιακή της πορεία. Και η επιστροφή της ήταν δυναμική, από τη μία με την είσοδό της στο Χρηματιστήριο Αθηνών το 1951 και από την άλλη με την εγκατάσταση του πρώτου σιμιγδαλόμυλου στην Ελλάδα, ένα χρόνο αργότερα.
Η επένδυση αυτή αφενός επέκτεινε τις δραστηριότητες της εταιρείας και αφετέρου έφερε στην Ελλάδα την τεχνολογία παραγωγής ζυμαρικών από σιμιγδάλι.

Η περίοδος βέβαια των μεγάλων επενδύσεων ήρθε λίγο αργότερα. Το διάστημα μεταξύ 1977 και 2000 η εταιρεία έσφυζε από επενδυτικά σχέδια. Την αρχή έκανε η δημιουργία νέου μύλου στη Βιομηχανική Περιοχή του Βόλου και ακολούθησαν επενδύσεις σε νέους εξοπλισμούς, όπως ο πρώτος αναμείκτης που εγκαταστάθηκε σε σιλό αλεύρων, οι επεκτάσεις και ο εκσυγχρονισμός εγκαταστάσεων και μια πολυετής μάχη για την απόκτηση άδειας για την κατασκευή μύλου με ιδιωτικό λιμάνι. Και πάλι οι δυσκολίες, γραφειοκρατικές αυτή τη φορά, δεν αποθάρρυναν την οικογένεια, που έπειτα από 7,5 χρόνια πήρε την άδεια για να πραγματοποιήσει στον Παγασητικό τη μεγαλύτερή της επένδυση.


Πέτυχε η μαγιά με τους Μύλους Αγίου Γεωργίου
Η συγχώνευση των δύο εταιρειών δημιούργησε τον μεγάλο παίκτη στον κλάδο της αλευροβιομηχανίας στην Ελλάδα
Η εταιρεία Μύλοι Λούλης σήμερα τοποθετείται στην κορυφή του κλάδου της αλευροβιομηχανίας, μια θέση στην οποία την οδήγησε σε μεγάλο βαθμό η στρατηγική των επενδύσεων που ακολούθησε. Μέρος αυτής της στρατηγικής ήταν και οι επεκτάσεις που η εταιρεία πραγματοποίησε εξαγοράζοντας άλλες εταιρείες του κλάδου, εντός και εκτός Ελλάδας.

Τέτοιες επεκτάσεις υλοποιήθηκαν με την αγορά του Μύλου Σιμιτζή στην Καβάλα ή την αγορά των Μύλων Σόφιας στη Βουλγαρία. Η σημαντικότερη, ωστόσο, εκ των επεκτάσεων ήταν η συγχώνευση με τον ηγέτη της αγοράς, τους Μύλους Αγίου Γεωργίου.

Οι Μύλοι Αγίου Γεωργίου ιδρύθηκαν το 1927 στον όρμο Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι. Ο όρμος, που κάποτε έγινε «αυτόπτης μάρτυρας» για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, χάρισε το όνομά του στην εταιρεία, η οποία δημιουργήθηκε έπειτα από παρότρυνση του Ελευθέριου Βενιζέλου προς τον ένα εκ των βασικών μετόχων της, τον Αριστείδη Συμεώνογλου.

Ο Συμεώνογλου μαζί με τις οικογένειες των Καραϊωσηφόγλου και Βουδούρογλου ήταν οι ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου αλευρόμυλου της Μικράς Ασίας. Διαθέτοντας, λοιπόν, την τεχνογνωσία και έχοντας χάσει την περιουσία τους λόγω της Μικρασιάτικης Καταστροφής οι τρεις οικογένειες αποφάσισαν να επενδύσουν σε ένα νέο μύλο στον Πειραιά.

Στο λιμάνι του Πειραιά εκείνη την περίοδο λειτουργούσαν πλήθος αλευρόμυλων, η Ελλάδα όμως είχε ακόμη μεγάλη ανάγκη από επενδύσεις. Γι’ αυτό και ο Βενιζέλος, στην προσπάθειά του να πείσει τους Μικρασιάτες να προσχωρήσουν στην επένδυση, τούς παραχώρησε με νόμο άδεια ιδιωτικού λιμένα, και συνακόλουθα τους εξασφάλισε ένα στρατηγικής σημασίας πλεονέκτημα.

Έτσι, το 1929 ο μεγαλύτερος και πιο εξελιγμένος μύλος της Ελλάδας τέθηκε σε λειτουργία. Κάθε γωνιά του μαρτυρούσε εξελιγμένη τεχνολογία και σύγχρονες εγκαταστάσεις, ενώ η γρήγορη αποδοχή των προϊόντων του από τους αρτοποιούς χάρισε με τη μία την ηγετική θέση στην εταιρεία. Και αυτή τη θέση φρόντισε να τη διατηρήσει αγοράζοντας το Μύλο της Πελοποννήσου και πραγματοποιώντας διάφορες επενδύσεις. Φυσικά, οι όποιες επενδυτικές κινήσεις πάγωσαν την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, το τέλος του οποίου είδε «ιδίοις όμμασι» ο μύλος, αφού από την προβλήτα του αποχώρησαν τα τελευταία γερμανικά στρατεύματα, και στην προβλήτα του αποβιβάστηκε το θωρηκτό Αβέρωφ με τα μέλη της κυβέρνησης της ελεύθερης πια Ελλάδας. 

Η περίοδος που ακολούθησε δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Με έναν πόλεμο στο άμεσο παρελθόν και μια οικονομία ρημαγμένη, οι Μύλοι Αγίου Γεωργίου, όπως ακριβώς και η Ελλάδα, έψαχναν τρόπους να βγουν από την αδράνεια που τους είχε επιβάλει ο πόλεμος. Έτσι, τις προσπάθειες της εταιρείας για ανάκαμψη άνοιξε η εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο Αθηνών το 1951 –μερικούς μήνες προτού εισηχθούν και οι Μύλοι Λούλη.

Η βασική, όμως, κίνηση που εδραίωσε στο θρόνο τους του Μύλους ήταν η επέκταση σε μια νέα αγορά. Όπως υπαγορεύουν οι νόμοι του μάρκετινγκ, ένας τρόπος για να αυξηθούν οι πωλήσεις ενός προϊόντος είναι να βρει μία διαφορετική και ευρεία ομάδα καταναλωτών που έχουν ανάγκη το συγκεκριμένο προϊόν.


Μέχρι τότε τα αρτοποιεία απορροφούσαν το αλεύρι που παρήγαγαν οι μύλοι, ωστόσο υπήρχε η μεγάλη αγορά των νοικοκυριών που ζητούσαν αλεύρι σε μικρές ποσότητες. Και αυτήν ακριβώς την ανάγκη ήρθαν να καλύψουν το 1963 οι Μύλοι όταν επένδυσαν σε συσκευαστικές μηχανές που τους επέτρεψαν την εμπορία αλευριού σε μικρές συσκευασίες.

Η συνέχεια των Μύλων γράφτηκε με ανακαινίσεις, επεκτάσεις, απόκτηση τεχνογνωσίας από γαλλικό μύλο και την αγορά της πλειοψηφίας των μετοχών τους από τους Μύλους Λούλη το 1999. Οι δύο ιστορικοί ανταγωνιστές τελικά συγχωνεύτηκαν το 2004 υπό την επωνυμία Μύλοι Λούλη διαμορφώνοντας έτσι έναν ασυναγώνιστο παίκτη στον κλάδο της αλευροβιομηχανίας.

Ιδρύεται θεματικό μουσείο που φιλοξενεί αντικείμενα και εργαλεία
Ο θεματικός κύκλος «Σιτάρι - αλεύρι - ψωμί»

Στις 17 Ιανουαρίου εγκαινιάστηκε το θεματικό Μουσείο Λούλη με εργαλεία και αντικείμενα σχετικά με τον κύκλο «σιτάρι-αλεύρι-ψωμί».

Στους χώρους του Μουσείου, το οποίο αποτελεί τον μοναδικό εν Ελλάδι εξειδικευμένο μουσειακό χώρο, ξεδιπλώνεται η ιστορία του ψωμιού ανά τους αιώνες. Μάλιστα τα εκθέματά του καλύπτουν μια περίοδο 27 αιώνων, με το παλαιότερο να είναι του 7ου π.Χ. αιώνα και το νεότερο του 20ου μ.Χ. αιώνα.

Πέρα από τα εργαλεία, στο Μουσείο εκτίθενται συλλογές γραμματοσήμων, μεταλλικών νομισμάτων και χαρτονομισμάτων από 53 χώρες, καθώς επίσης των καρτ ποστάλ και των μετοχών μύλων και αρτεργοστασίων. Μία συλλογή όμως φαίνεται πως είναι το καμάρι του μουσείου και της οικογένειας, και ο λόγος περί της μεγαλύτερης συλλογής του κόσμου σε σφραγίδες πρόσφορου από 14 διαφορετικές χώρες με παράδοση στην Ορθόδοξη πίστη.
Στα πλαίσια της ξενάγησης στο Μουσείο είναι διαθέσιμα διάφορα σχετικά συγγράμματα, προσφέρονται θεματικές προβολές και διαλέξεις, ενώ οι μικροί επισκέπτες του μουσείου είναι ελεύθεροι να δημιουργήσουν τη ζύμη τους σε ένα παραδοσιακό αρτοποιείο που έχει στηθεί αποκλειστικά για την ικανοποίηση των δημιουργικών τους τάσεων.
Η ιδέα για την ίδρυση του Μουσείου δημιουργήθηκε όταν αρχικά ο Νικόλαος Λούλης, κι έπειτα ο γιος και ο εγγονός του, ξεκίνησε να συλλέγει αντικείμενα σχετικά με τη σπορά, τον θερισμό, τον αλωνισμό, την άλεση και το ζύμωμα, όπως παλιά εργαλεία, μυλόπετρες, χειρόμυλους, παλαιά μηχανήματα των μύλων της οικογένειας, φόρμες ζύμης κ.α.

Έτσι, το όραμα για τη δημιουργία ενός μουσείου με πρωταγωνιστή το ψωμί υλοποιήθηκε και στεγάστηκε στις εγκαταστάσεις της βιομηχανικής μονάδας της εταιρείας στο Κερατσίνι.

Επενδύσεις  παρά την κρίση
«Η κρίση μας δίνει την ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε το ψωμί» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο Κωνσταντίνος Λούλης, ο οποίος διηύθυνε την εταιρεία για χρόνια προτού την παραδώσει σήμερα στο γιο του.

Αυτή η δήλωση αποκαλύπτει την πίστη στην αξία ενός βασικού και απαραίτητου αγαθού, και ίσως εν μέρει να εκφράζει τους λόγους που η εταιρεία πρόσφατα πραγματοποίησε μια ριψοκίνδυνη για την παρούσα οικονομική κατάσταση επένδυση. Βέβαια προτού υλοποιηθεί η συγκεκριμένη επένδυση η εταιρεία είχε πουλήσει σταδιακά πολλές από τις μετοχές που διέθετε σε θυγατρικές μονάδες στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία.
Αναγκαία, από την άλλη, κατέστησε την κατασκευή νέου αλευρόμυλου η παλαιότητα της μονάδας των Μύλων Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι, η οποία μάλιστα σταμάτησε τη λειτουργία της το 2009. Με την ανάληψη, όμως, της διεύθυνσης της εταιρείας το 2010 από την έβδομη γενιά της οικογένειας και το Νίκο Λούλη, μπαίνει μπρος η κατασκευή του νέου μύλου. Η επένδυση ύψους 10 εκατ. ευρώ ολοκληρώθηκε δύο χρόνια μετά και αποτελεί υπόδειγμα τεχνολογικού εξοπλισμού.

Περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση
Η συγκεκριμένη μονάδα θα λέγαμε ότι συνοψίζει τις βασικές αρχές που διέπουν τη φιλοσοφία της επιχειρηματικής δράσης της οικογένειας Λούλη. Κι αυτό γιατί υπακούοντας στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση της εταιρείας διαθέτει τεχνολογίες με μηδενική ρύπανση στο περιβάλλον. Οι Μύλοι Λούλη άλλωστε ήταν από τους πρώτους στην Ελλάδα που τη δεκαετία του ‘70 εφάρμοσαν τον ξηρό καθαρισμό του σίτου, έχοντας έτσι, σχεδόν μηδενική κατανάλωση νερού κατά την άλεση.

Η εταιρεία επιπλέον στοχεύει με τη λειτουργία της να έχει μηδενικά απόβλητα οποιασδήποτε μορφής, εφαρμόζει προγράμματα ανακύκλωσης και διαθέτει πρότυπο βιολογικό μύλο στη μονάδα του Παγασητικού (περιοχή Σούρπης). Επιπλέον, στη νέα μονάδα παίρνουν σάρκα και οστά αξιώσεις της εταιρείας όπως η σταθερή ποιότητα των προϊόντων μέσω του ποιοτικού ελέγχου και η διασφάλιση της υγιεινής των αλεύρων.
Μια ακόμη γενική αρχή της εταιρείας αποτελεί η πίστη στην έρευνα και ανάπτυξη, μέσω της οποίας άλλωστε καταφέρνει να ανιχνεύει τις ανάγκες της αγοράς και να προσφέρει 120 σήμερα τύπους ελληνικού αλευριού, επαγγελματικής ή καταναλωτικής χρήσης, «με άρωμα Ελλάδας».

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία