Η μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στις κύριες αγορές προέλευσης του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των δαπανών τους για διακοπές, με επίπτωση και στην επιλογή τους ως προς τους προορισμούς που θα επιλέξουν. Σε ένα τέτοιο κλίμα, δεν θα προκαλέσει έκπληξη αν επιβραδυνθεί ή ακόμα και αντιστραφεί η αυξητική πορεία των τουριστικών μεγεθών του εισερχόμενου τουρισμού προς την Ελλάδα.
Ο περιορισμός των αφίξεων (-2%), της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης (-4,3%) και των εισπράξεων (-6,2%) από τη Βρετανία το 2018, ίσως να είναι μια πρώτη ένδειξη του πώς η οικονομική αβεβαιότητα, που εν προκειμένω δημιουργεί το Brexit, σε συνδυασμό με την ασθενέστερη οικονομική δυνατότητα, στην περίπτωση της Βρετανίας λόγω της υποτίμησης της λίρας, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του τουριστικού ρεύματος και των τουριστικών εισπράξεων.
Επίσης, σε ένα διεθνές περιβάλλον, που ο ανταγωνισμός θα εντείνεται και λόγω των δυσμενέστερων οικονομικών συνθηκών στις αγορές, η διατήρηση και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουρισμού και του τουριστικού προϊόντος, πρέπει σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ να αποτελεί διαρκή στόχο, ώστε να μπορεί να εξακολουθήσει να συνεισφέρει στην οικονομία και την κοινωνία.
Η ικανοποίηση αυτού του στόχου, απαιτεί σύμφωνα με την ίδια έκθεση, τη συγκρότηση μιας μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής για την αναβάθμιση και ωρίμανση του τουριστικού προϊόντος της χώρας, τη διαχείριση των προορισμών, ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής που δεν θα επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα με υψηλή φορολογία επί των τιμών, τη διαμόρφωση ενός επιχειρηματικού περιβάλλοντος που, κατ’ ελάχιστον, δεν θα είναι εχθρικό προς τις νέες επενδύσεις. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, μέσω συντονισμένων ενεργειών ενταγμένων στο ανωτέρω πλαίσιο, εκτιμά το ΙΝΣΕΤΕ, ότι όχι μόνο θα βοηθήσει να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις από ένα πιθανά δυσμενέστερο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, αλλά θα του επιτρέψουν να είναι σε ισχυρότερη θέση όταν αυτό ανακάμψει.
Το ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον στις χώρες από τις οποίες προέρχονται οι τουρίστες στην Ελλάδα συνέδραμε σημαντικά στην ανάπτυξη του εισερχόμενου τουρισμού από το 2012 και μετά (+94% στις αφίξεις, +56% στα έσοδα), επιτρέποντας στους πολίτες τους να κάνουν περισσότερα ταξίδια, συχνά με υψηλότερη δαπάνη.
Οι καλές συνθήκες στην παγκόσμια οικονομία, δεν προβλέπεται να διατηρηθούν στα ίδια θετικά επίπεδα, με τη διεθνή οικονομία να εισέρχεται σε φάση αβεβαιότητας και επιβράδυνσης, ενδεχομένως και ύφεσης, υπογραμμίζει το ΙΝΣΕΤΕ. Οι εκτιμήσεις των οικονομολόγων στις αρχές του 2019, για μια μέτρια επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, φαίνεται να επιβεβαιώνονται. Η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας και του διεθνούς εμπορίου επιβραδύνθηκε το 2018 στο 3,6% και στο 3,8% αντίστοιχα, από 3,8% και 5,2% το 2017, και αναμένεται να επιβραδυνθεί περισσότερο στο 3,3% και 3,4% το 2019. Η επιβράδυνση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις προηγμένες οικονομίες και τους μειωμένους ρυθμούς ανάπτυξης στην ΕΕ των 27 και ειδικότερα στη ζώνη του ευρώ, καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιαπωνία, την Κίνα και τον Καναδά. Αντίθετα, στις ΗΠΑ η αύξηση του ΑΕΠ επιταχύνθηκε.
Οι προοπτικές δεν είναι ευοίωνες για την Ευρωζώνη, τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, που προβλέπεται να διευρυνθεί φέτος κατά 1,2%. Η Γερμανία, η βασική οικονομική δύναμη της Ευρώπης, έχει πληγεί από την εξασθένηση της κινεζικής ζήτησης, των εμπορικών δασμών και της διακοπής της παραγωγής αυτοκινήτων, λόγω νέων προδιαγραφών εκπομπών ρύπων. Φέτος, η οικονομία της Γερμανίας προβλέπεται να αναπτυχθεί κατά 0,5%, με βραδύτερο ρυθμό απ’ ό,τι το Ηνωμένο Βασίλειο (1,3%).
Η Ιταλία βρίσκεται στην τρίτη ύφεση σε δέκα χρόνια και η ιταλική ανάπτυξη αναμένεται παραμείνει στάσιμη φέτος (0,1%), καθιστώντας την έναν από τους πιο αδύναμους κρίκους στον βιομηχανικό κόσμο. Η Ιταλία αντιμετωπίζει συνεχιζόμενη ανησυχία για την υγεία των τραπεζών της, οι οποίες είναι εκτεθειμένες στο χρέος της ιταλικής κυβέρνησης και μια αγορά κατοικιών που δεν έχει ακόμη ανακάμψει από την οικονομική κρίση. Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας, ειδικά για τους νέους, καταδεικνύουν τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ιταλία.
Ο εμπορικός πόλεμος που απειλείται, εκτιμά το ΙΝΣΕΤΕ, ότι θα έχει αναπόφευκτα ένα σημαντικό αρνητικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα, τόσο για τις ΗΠΑ, την Κίνα, όσο και για την παγκόσμια οικονομία και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε μια νέα παγκόσμια οικονομική κρίση. Το ευνοϊκό σενάριο - που δεν φαίνεται σήμερα να έχει μεγάλη πιθανότητα να επικρατήσει - μπορεί να είναι μια επιτυχής διαδικασία προσαρμογής της Κίνας στη νέα πραγματικότητα, και τελικά η έγκαιρη κατάργηση της πολιτικής προστατευτισμού που οδηγεί σε σημαντική διαταραχή της παγκόσμιας ανάπτυξης και του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου. Το δυσμενές σενάριο αφορά μια επικίνδυνη κλιμάκωση του διεθνούς εμπορικού πολέμου, με το παράδειγμα των ΗΠΑ να ακολουθείται από πολλές άλλες χώρες στον κόσμο, αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες.
Περισσότερες πληροφορίες: www.insete.gr