Αρχικά, η ΕΕ και ξεχωριστά τα µεγάλα ευρωπαϊκά κράτη, θεώρησαν ότι έπρεπε απλώς να οικοδοµήσουν επίσηµες σχέσεις µε αυτή την τεράστια, αναπτυγµένη χώρα.
Η ΕΕ καθιέρωσε επίσηµες διπλωµατικές σχέσεις µε την Λαϊκή ∆ηµοκρατία της Κίνας το 1975, χωρίς µια ξεκάθαρη στρατηγική. Οι τρεις µεγάλοι της Ευρώπης -Βρετανία, Γαλλία και Γερµανία- είχαν ήδη συνάψει σχέσεις µε την Κίνα.
Το Βερολίνο εστίασε στους εµπορικούς και οικονοµικούς δεσµούς, το Παρίσι στις πολιτικές και στρατιωτικές συνδέσεις. Αυτό δυσκόλευε την ΕΕ να δηµιουργήσει µια συνεκτική πολιτική απέναντι στην Κίνα. Το 1989 η καταστολή από το Κοµµουνιστικό Κράτος των διαδηλώσεων στην Τιεν Ανµέν αποδείχθηκε σηµείο καµπής. Η ΕΕ ενωµένη καταδίκασε την καταστολή, η οποία ταρακούνησε την ΕΕ από τον εφησυχασµό της. Με το πέρασµα των χρόνων, η ΕΕ έχει συνειδητοποιήσει από τότε ότι χρειάζεται µια σοβαρή στρατηγική εταιρική σχέση µε το Πεκίνο για να ταιριάζει µε τις παγκόσµιες φιλοδοξίες της χώρας. Η Κίνα έχει εξελιχθεί από έναν κατασκευαστή φθηνών αγαθών, σε έναν πανίσχυρο οικονοµικό και πολιτικό ανταγωνιστική. Οι ιδρυτικές αρχές της ΕΕ για δηµοκρατία και πολιτικές ελευθερίες, έρχονται σε πλήρη αντίθεση µε το µονοκοµµατικό σύστηµα της Κίνας και τα εργαλεία κυβερνοασφάλειας.
Μια µεγάλη ανάλυση που δηµοσιεύθηκε από την Κοµισιόν τον Μάρτιο του 2019 ανέφερε πως «η αυξανόµενη παρουσία της Κίνας στον κόσµο, συµπεριλαµβανοµένης και της Ευρώπης, θα πρέπει να συνοδεύεται από µεγαλύτερες ευθύνες για την τήρηση της διεθνούς τάξης µε βάση τους κανόνες καθώς και από µεγαλύτερη αµοιβαιότητα, απουσία διακρίσεων και άνοιγµα του συστήµατος». Ωστόσο τα µέσα της ΕΕ είναι περιορισµένα. Και µόλις έρχεται στο ζήτηµα της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, που είναι κρίσιµο για την οικονοµία της Ευρώπης, η ΕΕ βλέπει το ζήτηµα της ασφάλειας.
Η Ευρώπη προσπαθεί να αναπτύξει µια στρατηγική για να προβάλει τις αξίες και το σύστηµά της προς την Κίνα. Αλλά για την Κίνα, η Ευρώπη ίσως τώρα αποτελεί µόνο µια περιέργεια που θέλει να εξερευνήσει.
*Αρθρογράφου, συνεργάτη της CARNEGIE EUROPE