Μέχρι εδώ όλα καλά.
Ποιος κλάδος, φαινοµενικά τουλάχιστον, έχει πληγεί περισσότερο; Ο κλάδος της εστίασης, είναι η απάντηση. Ποιος τροφοδοτεί την εστίαση; Ο κλάδος της αγροτικής παραγωγής, φυσικά. Πώς λοιπόν γίνεται ο ένας να έχει πληγεί και ο άλλος όχι; Προφανώς, στη µια περίπτωση φαίνεται καθαρά, σήµερα, ενώ στην άλλη θα προκύψει αργότερα.
Ποιος θα πληρώσει για παράδειγµα τα αποθέµατα τυριών που δηµιουργούνται αυτές τις µέρες; Τα τυροκοµεία π.χ. είναι στους πληττόµενους ΚΑ∆ και καλώς είναι. Οι κτηνοτρόφοι δεν θα επιβαρυνθούν απ’ αυτή την κατάσταση; ∆εν πλήρωσαν εξίσου βαριά τη µείωση της κατανάλωσης και τα αποθέµατα τυροκοµικών στα χρόνια της κρίσης;
Θα ήταν λάθος να υποστηρίξει κάποιος ότι οι αιγοπροβατοτρόφοι αποζηµιώνονται ήδη για τα αµνοερίφια που διέθεσαν φθηνά το Πάσχα. Είναι δύο διαφορετικά πράγµατα, είναι δύο παραγωγές, οι οποίες αποφέρουν µια ετήσια πρόσοδο, οριακή τα τελευταία χρόνια.
Το θέµα όµως είναι αλλού. Έγκειται στο γεγονός ότι οι αγρότες, πολλώ δε µάλλον οι κτηνοτρόφοι, δεν διαθέτουν ισχυρή εκπροσώπηση, δεν έρχονται πολύ σε επαφή µε τα κέντρα εξουσίας, δυσκολεύονται να παρουσιάσουν µια ολοκληρωµένη εικόνα της οικονοµικής τους δραστηριότητας και να παραθέσουν αδιάσειστα στοιχεία της ζηµιάς την οποία υφίστανται.
Το πρόβληµα βέβαια δεν είναι σηµερινό. Ξεκινάει από την εποχή που οι αγρότες δεν αποτελούσαν ξεκάθαρες οικονοµικές οντότητες, δεν είχαν τις σηµερινές φορολογικές υποχρεώσεις, ενδεχοµένως, πολύ πιο παλιά, να µην πλήρωναν οι ίδιοι ούτε τη σύνταξη του ΟΓΑ.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ισχύει όµως σήµερα. Οι υποχρεώσεις τους έναντι της Πολιτείας είναι σαφείς και µάλιστα µεγάλες. Το µόνο που έχει αποµείνει, είναι η παλιά νοοτροπία. Μια κακιά συνήθεια να ζητιανεύουν ελεηµοσύνη αντί να απαιτούν αναγνώριση της δουλειάς τους και δίκαια στήριξη.