Ισχυροί νέοι παίκτες, ηχηρές μεταγραφές, πολλές ανακατατάξεις στην εγχώρια αγορά λιπασμάτων, με τη ζήτηση να υποχωρεί
Να αναφερθεί εδώ ότι τους τελευταίους µήνες και παρά την ουσιαστική ανάκαµψη της αγοράς, ο κλάδος των λιπασµάτων στην Ελλάδα έχει περάσει δύσκολες µέρες, ως αποτέλεσµα της «χρεοκοπίας» γνωστού brocker (γραφείο αντιπροσωπείας), ο οποίος κανόνιζε επί σειρά ετών τις περισσότερες εισαγωγές και παραδόσεις φορτίων µε πρώτες ύλες, αφήνοντας εκτεθειµένες οικονοµικά (ακάλυπτες επιταγές) και µάλιστα µε µεγάλα υπόλοιπα, αρκετές εγχώριες επιχειρήσεις του κλάδου. Να σημειωθεί πως το «κανόνι» που έσκασε τους πρώτους µήνες του 2024 και µε τους πιο απλούς υπολογισµούς -αλλά και µε σχετική ενηµέρωση από τις τράπεζες- έχει ξεπεράσει τα 40 εκατ. ευρώ (κάποιοι το ανεβάζουν το ποσό στα 105 εκατ. ευρώ) έχει δηµιουργήσει ποικίλα προβλήµατα τόσο στις ίδιες τις επιχειρήσεις που υπέστησαν τη ζηµιά, όσο και στις συναλλαγές µεταξύ των εµπλεκόµενων στο συγκεκριµένο κλάδο. Μάλιστα, µέχρι πρότινος, οι τράπεζες δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν περί χρηµατοδότησης των εταιρειών του κλάδου, ακόµα και εκείνων που δεν είχαν καµιά εµπλοκή στο συγκεκριµένο ζήτηµα.
Η µεταγραφή του αιώνα
Εν τω µεταξύ, νέος «παίκτης» έχει κάνει το τελευταία διάστηµα την εµφάνισή του στην αγορά λιπασµάτων. Πρόκειται για βραχίονα της Ευθυµιάδης Group, η οποία δείχνει να εισέρχεται µε αξιώσεις στη συγκεκριµένη αγορά, προχωρώντας σε παραγωγή φασόν προϊόντος µε δική του επωνυµία. Για την υλοποίηση αυτού το project φαίνεται να έχει εξασφαλίσει µάλιστα µια σειρά από «µεταγραφές» έµπειρων στελεχών, µεταξύ των οποίων και ο επί σειρά ετών πρόεδρος του ΣΠΕΛ, ∆ηµήτρης Ρουσσέας, µέχρι πρότινος επικεφαλής της ADAMA HELLAS.
Κατά τα λοιπά, οι τιµές των λιπασµάτων στην Ελλάδα δεν δείχνουν να υποχωρούν ιδιαίτερα, παρά τη σχετική κάµψη της ζήτησης, ειδικά για τις αροτραίες καλλιέργειες, όπου και οι τιµές των αγροτικών προϊόντων παρουσιάζουν τελευταία σοβαρή κάµψη.
Αντίθετα, φαίνεται πως η ζωηρή ζήτηση για λιπάσµατα στις δενδρώδεις καλλιέργειες όπως η ελιές και τα πυρηνόκαρπα συγκρατούν τη ζήτηση και σώζουν την παρτίδα της κατανάλωσης στην εγχώρια αγορά λιπασµάτων. Καλή εικόνα σε ότι αφορά στην ζήτηση παρουσιάζουν και οι θερµοκηπιακές µονάδες, καθώς οι τιµές στη θερµοκηπιακή ντοµάτα ειδικά, έµειναν ψηλά καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. Από το σύνολο των λιπασµάτων, σοβαρή µείωση τιµής καταγράφουν µόνο τα αζωτούχα, µε την ουρία να κινείται λίγο πάνω από τα 380 ευρώ ο τόνος. Φώσφορος και κάλιο διατηρούνται πάντως κοντά στα επίπεδα του 2023, µε το χλωριούχο κάλιο να κινείται εδώ και καιρό σε µικρό εύρος µεταξύ 400 και 450 ευρώ ο τόνος.
Η ζήτηση λιπασµάτων δεν έχει διατηρήσει την καλή πορεία του 2023, καταγράφει η RaboResearch
του Γιάννη Ρούπα
∆εν χρειάζονται και πολλές γνώσεις οικονοµικών ώστε να κατανοήσει κανείς πως ο πρωτογενής τοµέας της οικονοµίας βασίζεται στην εύρυθµη και επικερδή λειτουργία όλων των µερών του. Η τελευταία έκθεση της Rabobank για τα οικονοµικά αποτελέσµατα του κλάδου για το α’ εξάµηνο του 2024 και τις προοπτικές στο β’ εξάµηνο εξηγεί ούτε λίγο ούτε πολύ αυτό που η πραγµατική αγορά συζητά µήνες τώρα, δηλαδή πως µέχρι οι τιµές στα αγροτικά εµπορεύµατα και προϊόντα ξαναγνωρίσουν υγιή άνοδο, πολλοί αγρότες θα υποχρεωθούν εκ των πραγµάτων σε πολιτικές «λιτότητας» στις γεωργικές εισροές ώστε να βγει η χρονιά δίχως µεγάλα προβλήµατα.
Η έκθεση της RaboResearch αναλύει πως παρά τις αρχικές ελπίδες για ανάκαµψη, η ζήτηση λιπασµάτων δεν έχει διατηρήσει την καλή πορεία που παρατηρήθηκε το 2023. Η ζήτηση σε βασικούς κωδικούς θρέψης παραµένει υποτονική, ενώ δείκτης προσιτότητας λιπασµάτων, που επί του παρόντος είναι σταθερά ουδέτερος, αναµένεται να γίνει αρνητικός αργότερα µέσα στο έτος λόγω των πιέσεων στα λειτουργικά κέρδη των αγροτών.
Γενικά, το πρώτο εξάµηνο του 2024 οι δείκτες υγείας στην αγορά των λιπασµάτων έδειξαν σηµάδια ότι φέτος δεν θα διατηρηθεί ο ρυθµός ανάκαµψης που παρατηρήθηκε το 2023. Ο κλαδικός αναλυτής Bruno Fonseca, σηµειώνει στην έκθεση πως µε τις υπάρχουσες τιµές λιπασµάτων, και µε την πίεση στα λειτουργικά περιθώρια των αγροτών λόγω των χαµηλών τιµών των αγροτικών προϊόντων, δεν αναµένουµε ότι η αύξηση της ζήτησης λιπασµάτων θα επιστρέψει στα επίπεδα του β’ εξαµήνου 2022 και 2023 µέσα στους επόµενους έξι µήνες. Ακόµη, οι προβλέψεις για ικανοποιητικές αποδόσεις των καλλιεργειών παγκοσµίως συνεχίζουν να πιέζουν τα αγροτικά εµπορεύµατα, οδηγώντας σε χαµηλότερες τιµές και µειωµένα λειτουργικά περιθώρια για τους αγρότες» κατέληξε ο Fonseca.
Οι παράγοντες που γεννούν αβεβαιότητα
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, οι τιµές των αγροτικών εµπορευµάτων παρουσιάζουν επίµονα πτωτική τάση, κυρίως λόγω των επιδόσεων στο δυτικό ηµισφαίριο, σε Καναδά, ΗΠΑ και Βραζιλία, οδηγώντας σε συρρίκνωση αποθεµάτων. Άλλοι παράγοντες περιλαµβάνουν την οικονοµική αβεβαιότητα, το υψηλότερο κόστος µεταφοράς, τις γεωπολιτικές εντάσεις, την επανεµφάνιση του φαινοµένου La Niña, τον κρατικό προστατευτισµό (πχ Τουρκία) και ένα δύσκολο εξαγωγικό περιβάλλον σε περιβάλλον πλεονάζουσας προσφοράς.
Κοινώς, οι επιπτώσεις της χαµηλής πτήσης στα αγροτικά εµπορεύµατα είναι εκτεταµένες. Συµπιέζουν από τη µία τα περιθώρια κέρδους των παραγωγών και από την άλλη επηρεάζουν και τους προµηθευτές. Τα χαµηλότερα περιθώρια, µε τη σειρά τους, επηρεάζουν την οικονοµική προσιτότητα των λιπασµάτων, µειώνοντας τελικώς τη ζήτηση. Άλλες µεταβλητές που θα µπορούσαν να επηρεάσουν βραχυπρόθεσµα τη δυναµική της αγοράς και θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά, αποτελούν οι χονδρεµπορικές τιµές του φυσικού αερίου, οι οποίες θα µπορούσαν να αλλάξουν από τη µια στιγµή στην άλλη λόγω γεωπολιτικών γεγονότων ή ενός επερχόµενου κρύου χειµώνα στο βόρειο ηµισφαίριο. Επιπλέον, οι αλλαγές στις στρατηγικές εξαγωγής από χώρες µε ολιγοπώλια όπως τα φωσφορικά άλατα (Κίνα, Μαρόκο, Καναδάς) θα µπορούσαν να έχουν και αυτές αντίκτυπο στην αγορά.
Διαβάστε επίσης: Το ηχηρό «κανόνι» στα λιπάσματα που τρόμαξε πιο πολύ τις τράπεζες