BACK TO
TOP
Ειδικά Αφιερώματα

Αγροτεχνική και θρέψη αμπέλου σε έναν πλήρη οδηγό για αμπελουργούς

Έναν πλήρως καταρτισμένο οδηγό για τους αμπελουργούς, που καλύπτει από την επιλογή της βέλτιστης τοποθεσίας και του κατάλληλου υποκειμένου, έως τις τεχνικές λίπανσης, άρδευσης και κλαδέματος, φιλοξενεί σε αυτό το ειδικό αφιέρωμα η εφημερίδα Agrenda.

65θθ776θ5

Δρ. Λουκάς Πιστόλης

4877
2


στη µνήµη του Κώστα Κούσουλα

«∆εν θέλω λόγους, στεφάνια, τελετές.

δεν µου ταιριάζει τέτοια πολυτέλεια…

Όπως καίει το ξύλο τους γλυκά, έτσι ας µε κάψουν

και να σκορπίσουνε τη στάχτη µου στ’ αµπέλια.

 

ΚΛΙΜΑ ΚΑΙ Ε∆ΑΦΟΣ

Η ηλιακή ακτινοβολία

Το αµπέλι  χρησιµοποιεί πολύ καλά την ηλιακή ακτινοβολία την οποία και αγαπά ιδιαίτερα. Υπό αυτή την άποψη στη χώρα µας βρήκε το οικείο του περιβάλλον. Η Ελλάδα θεωρείται η πιο ηλιόλουστη χώρα της Ευρώπης. Ακόµη και στα βορειότερα διαµερίσµατά της οι ανάγκες των καλλιεργούµενων ποικιλιών σε ηλιοφάνεια, υπερκαλύπτονται, αφού οι µεγαλύτερες µέσες µηνιαίες τιµές της σηµειώνονται το καλοκαίρι.

Αξιοσηµείωτο  είναι το γεγονός ότι στις βορειότερες και ορεινότερες περιοχές  της Κεντρικής Ελλάδας, ένα ελάχιστο αίθριων ηµερών παρουσιάζεται στους µήνες της άνοιξης κι αυτό γιατί εκεί αυξάνεται η ηπειρωτικότητα του κλίµατος.

Αυξηµένη ηπειρωτικότητα σηµαίνει και ένα δεύτερο, εκτός από το χειµερινό, µέγιστο νεφώσεων και βροχών. Το γεγονός αυτό αφορά κυρίως στη φυτοπροστασία του αµπελιού, ίσως και τα αποθέµατα νερού.

Για το αµπέλι, καλή ηλιοφάνεια σηµαίνει ευνοϊκές συνθήκες για την άνθηση, την επικονίαση και την καρπόδεση, σηµαίνει φωτοσυνθετική ένταση, υψηλά σάκχαρα, καλό χρώµα (γι’ αυτό και το ξεφύλλισµα), βλαστούς µε κοντά και χοντρά µεσογονάτια, καλή διαφοροποίηση των οφθαλµών και λιγότερες ασθένειες.

Η µεγάλη ηλιοφάνεια, αυξάνοντας τη θερµοκρασία, κάνει τα κρασιά πλούσια σε σάκχαρα όµως φτωχά σε οξέα. Όταν µάλιστα συνδυάζεται µε την έλλειψη νερού, ευνοεί την παραγωγή επιδόρπιων (γλυκών) κρασιών.

Τα µήκη κύµατος του φωτός που εµείς αντιλαµβανόµαστε µέσω των χρωµάτων (κάθε µήκος κύµατος κι ένα χρώµα), επηρεάζουν διαφορετικά το αµπέλι και την παραγωγή του, όµως δεν είναι του παρόντος, αφού πρακτικά αφορά τη θερµοκηπιακή καλλιέργεια του αµπελιού. Θα αφορούσε ίσως και συγκρίσεις στην ποιότητα της παραγωγής, µεταξύ αµπελώνων µε αρκετή υψοµετρική διαφορά αφού η σύνθεση του φωτός επηρεάζεται από το πάχος της ατµόσφαιρας που διατρέχει.

Ολόκληρο το ρεπορτάζ στην Agrenda που κυκλοφορεί

Η θερµοκρασία

Γενικά στη χώρα µας το καλοκαίρι «σκάει ο τζίτζικας».

Οι διαφορές που παρουσιάζονται από περιοχή σε περιοχή οφείλονται κατά τους ψυχρούς µήνες, κυρίως στο γεωγραφικό πλάτος (και η Ελλάδα είναι … ψηλή), ενώ στη θερµή εποχή, οφείλονται κυρίως στο υψόµετρο και στην απόσταση από τη θάλασσα.

Με τις θερµοκρασίες σχετίζεται η κατεύθυνση των γραµµών φύτευσης. Όπου, στη βλαστική περίοδο του αµπελιού, οι θερµοκρασίες είναι υψηλές, όπως είναι γενικά στη χώρα µας, ο κανόνας των βόρειων χωρών που επιβάλει την κατεύθυνση Βορρά-Νότου ακυρώνεται και έρχεται σε ισχύ η κατεύθυνση Ανατολής- ∆ύσης, που προστατεύει το αµπέλι από τις θερµικές καταπονήσεις, από το µεσηµέρι και µετά.

Αυτό βέβαια όταν το επιτρέπει το χωράφι. Ένα µακρύ χωράφι που εκτείνεται από Βορρά προς Νότο, δεν µπορεί να φυτευτεί µε κατεύθυνση γραµµών από Ανατολή προς ∆ύση.

Στη βλαστική περίοδο, θερµοκρασίες µεγαλύτερες των 40οC βλάπτουν το αµπέλι. Η ξηρασία χαµηλώνει το επίπεδο αυτό στους 35οC, ενώ η ατµοσφαιρική υγρασία το αυξάνει, κοντά στους 45οC.

Τα αµµώδη εδάφη αγγίζουν ευκολότερα τις υψηλές θερµοκρασίες.

Ευνοϊκές θερµοκρασίες στην περίοδο της άνθισης επηρεάζουν το χρόνο της ωρίµανσης των σταφυλιών, ενώ η πορεία τους από το γυάλισµα και µετά επηρεάζουν τα σάκχαρα και το χρώµα.

Οι πολύ υψηλές θερµοκρασίες του Αυγούστου, επιβάλουν θα λέγαµε, στα έγχρωµα επιτραπέζια που χρωµατίζουν δύσκολα, όπως λ.χ. το Crimson, τακτικά και µικρά ποτίσµατα, στην ωρίµανση, ώστε να «ανοίγει» το φύλλο, να «δουλεύει» και τα σάκχαρα να µεταφέρονται στη ράγα. Το εφαρµόσαµε σε Crimson, σε ελαφρά χωράφια της Κρύας Βρύσης Πέλλας, µέχρι αργά µέσα στην ωρίµανση, µε καλά αποτελέσµατα.

Για τους ίδιους λόγους, παρόµοιες ανάγκες έχουν και τα αρδευόµενα αµπέλια που στοχεύουν σε κρασί ποιότητας.

Τα λευκά κρασιά για να είναι ποιοτικά – µε φρεσκάδα, αρώµατα και µεγαλύτερη οξύτητα – θέλουν µέτριες θερµοκρασίες. Σε θερµές περιοχές έχουν µικρή περιεκτικότητα σε οξέα, σε σχέση µε τα σάκχαρα και υψηλό αλκοολικό βαθµό.

Στα κόκκινα κρασιά το χρώµα θέλει καλές διαφορές θερµοκρασίας µεταξύ ηµέρας και νύχτας, όπως και στα έγχρωµα επιτραπέζια.

Η αντίσταση του αµπελιού στις χαµηλές θερµοκρασίες του χειµώνα σχετίζεται µε το πως µπαίνει σ’ αυτόν, δηλαδή µε τον βαθµό αποθησαυρισµού.

Το νερό

Στις αµπελουργικές περιοχές της χώρας µας, στη διάρκεια της βλαστικής περιόδου του αµπελιού, το υδατικό έλλειµµα στα µη αρδευόµενα αµπέλια είναι ο κανόνας.

Η ανθεκτικότητα  στην ξηρασία εξαρτάται από το υποκείµενο και την ποικιλία και φυσικά, αν δεν είναι µόνιµη, από τη φάση ανάπτυξης στην οποία θα επέλθει.

Τα υποκείµενα 110R, 140Ru και 1103P  (Berlandieri x Rupestris) είναι ανθεκτικά στην ξηρασία, τα  SO4 και 420Α (Berlandieri x Riparia ), είναι µέσης αντοχής, ενώ το 41Β (Vinifera x Berlandieri) είναι ευαίσθητο στην παρατεταµένη ξηρασία. Αντέχει όµως στο CaCO3 και γι’ αυτό το βρίσκουµε σε περιοχές µε έλλειµα νερού, όπως λ.χ. στη Στιµάγκα Κορινθίας. Ειρήσθω εν παρόδω ότι στη συγκεκριµένη περιοχή και το 140Ru έχει δείξει καλή διαγωγή ως προς το CaCO3 και παράλληλα είναι ζωηρό και ανθεκτικό στην ξηρασία.

Σε σχετικά άνυδρο χειµώνα, ένα καλό πότισµα στα τέλη Φεβρουαρίου είναι απαραίτητο. Μικρές – αλλά πρέπει να καλύπτονται -  είναι οι απαιτήσεις του αµπελιού σε υγρασία κατά την άνθηση (η υψηλή υγρασία τότε, αν συνδυαστεί µε χαµηλές θερµοκρασίες εµποδίζει την επικονίαση, τη γονιµοποίηση και το δέσιµο), µεγάλες είναι στην περίοδο της αύξησης του µεγέθους της ράγας, µέχρι λίγο πριν το τέλος αυτού του σταδίου και πάλι µικρές στην ωρίµανση του σταφυλιού και του ξύλου.

Οι απαιτήσεις του σε ατµοσφαιρική υγρασία κυµαίνονται µεταξύ 50 και 80%.

Στην αύξηση των βλαστών και του µεγέθους της ράγας, 70-80%, στην άνθηση – γονιµοποίηση, 55-65% και στην ωρίµανση των ραγών 50-60%.

Σε τιµές µικρότερες του 40% βλάπτεται η φωτοσύνθεση, ενώ σε τιµές 90-100%, µε µεγάλη διάρκεια και σε καλές ηλιοθερµικές συνθήκες,  έχουµε αυξηµένη ευαισθησία στις ασθένειες, κακή ξυλοποίηση, ευαισθησία στις χαµηλές θερµοκρασίες του χειµώνα κ.λ.π.

Τέλος να πούµε το γνωστό, ότι το καλό κρασί βγαίνει από φειδωλές αρδεύσεις ή και από ξηρικά αµπέλια, ενώ αντίθετα, το επιτραπέζιο σταφύλι από ξεδίψαστα αµπέλια.

Γράφει σχετικά ο σπουδαίος Κώστας Κούσουλας (έφυγε έχοντας καβαλήσει τα εκατό !):

«Γιατί, τα 800-1.000 κιλά σταφύλια κατά στρέµµα, των επιτρεπτών ορίων στις καθορισµένες ξηρικές ζώνες κρασιών ποιότητας, παίρνονται ευκολότερα χωρίς προσθήκη νερού. Καθώς το νερό θα το πούµε νεράκι … ας ποτίζουµε τις καλλιέργειες που πρέπει να ποτίζονται για να καλυτερεύουµε και όχι να καταστρέφουµε την παραγωγή µας!

Φτάσαµε στο σηµείο, ποικιλίες όπως το Σαββατιανό, άριστα προσαρµοσµένες στον κατεξοχήν ξηροφυτικό χώρο της Αττικής και της Βοιωτίας για παραγωγή – µάλιστα – κρασιών ποιότητας και όχι µόνο ρετσίνας, να τις σύρουµε και να τις διασύρουµε στα πατατοχώραφα της Θήβας, όπου παίρνουµε δύο και τρεις τόνους παραγωγή το στρέµµα και τα φυτά  σαπίζουν κυριολεκτικά απ’ την Ίσκα, ασθένεια που επισυµβαίνει ακριβώς απ’ την προσθήκη του νερού και µαστίζει τους αµπελώνες σε ποσοστά που φτάνουν και ξεπερνάνε το 30%.

Στα οινοποιήσιµα σταφύλια, τα λιτά ισχνά και χαµηλόκορµα σχήµατα, σε αραιές φυτεύσεις, είναι αυτά που πρέπει να επικρατήσουν. Ας κόπτονται οι αντιγραφείς των ξένων προτύπων για τις πυκνές φυτεύσεις. Εδώ δεν είναι ούτε Καµπανία, ούτε Ελβετία, ούτε Λοµβαρδία, µε ενάµιση µέτρο βροχοπτώσεις, για νά ‘χουµε 1.000 φυτά το στρέµµα, ούτε να φτάνουµε, “κατ’ ανάγκην”, επιµένουν, στα 500 φυτά που θα διψάνε και θα βάζουµε ύστερα “κατ’ ανάγκην” πάλι το νερό. Η “χρυσή τοµή” για ξηρικούς αµπελώνες που δίνουν κρασιά ποιότητας είναι 250-350 φυτά το στρέµµα. Στο Αµύνταιο 350, στη Χαλκιδική 250. Στη Σαντορίνη η παράδοση βάζει 150 φυτά το στρέµµα! Αυτά είναι τα δικά µας συµπεράσµατα, ύστερα από 40 ολόκληρα χρόνια αποκλειστικής απασχόλησης µε τ’ αµπέλια». (Κούσουλας Κ., 1994)

Η τοπογραφία

Οι τοπογραφικοί παράγοντες, (ανάγλυφο, έκθεση, κλίση, υψόµετρο) µας ενδιαφέρουν γιατί διαµορφώνουν τις οικολογικές συνθήκες, τις οποίες µόλις αναπτύξαµε, και ως εκ τούτου επηρεάζουν σηµαντικά την αµπελοκαλλιέργεια.

Ως προς το ανάγλυφο του εδάφους να πούµε ότι το αµπέλι αρέσκεται σε οµαλές πλαγιές µε µικρή κλίση που είναι περισσότερο εκτεθειµένες στην ηλιακή ακτινοβολία, αερίζονται και στραγγίζουν καλύτερα.

Σ’ αυτές τις συνθήκες ο κίνδυνος από τους ανοιξιάτικους παγετούς είναι µικρότερος από ότι στα καµπίσια αµπέλια.

Και στα τελευταία όµως δεν δυσανασχετεί, όταν στραγγίζουν καλά, ενώ το υψηλότερο παραγωγικό τους δυναµικό είναι ισχυρό δέλεαρ.

Ως προς την έκθεση, δηλαδή τον προσανατολισµό του εδάφους, τώρα.

Όσο βορειότερα καλλιεργείται το αµπέλι, τόσο ισχυρότερος είναι ο κανόνας του µεσηµβρινού προσανατολισµού. Ισχύει και στη χώρα µας, τον ανατρέπουν όµως οι πολύ θερµές περιοχές και οι οινοποιήσιµες ποικιλίες που ζητάνε περισσότερη οξύτητα, κυρίως οι λευκές.

Πράγµατι στις νοτιότερες, περισσότερο θερµές περιοχές της χώρας µας, η µεσηµβρινή έκθεση προκαλεί θερµική καταπόνηση στο αµπέλι, η ωρίµανση επισπεύδεται, τα οξέα πέφτουν και η ποιότητα του κρασιού υποβαθµίζεται.

 Αυτός είναι ο λόγος που σε περιοχές του Ηρακλείου στην Κρήτη και του Έµπονα στη Ρόδο, η καλλιέργεια προσαρµόστηκε στο βόρειο προσανατολισµό. Και σε άλλες περιπτώσεις ο δροσερότερος βόρειος προσανατολισµός δίνει καλύτερο τελικό προϊόν, ανάλογα βέβαια µε την ποικιλία.

Το υψόµετρο έχει στενή σχέση µε το γεωγραφικό πλάτος. Γενικά τα µεγάλα γεωγραφικά πλάτη δεν θέλουν και µεγάλα υψόµετρα.

Στη χώρα µας πάντως, που δεν είναι ούτε Γαλλία, ούτε Γερµανία, οι ηµιορεινοί αµπελώνες πλεονεκτούν όσο πάµε νοτιότερα και ιδιαίτερα στις οινοποιήσιµες ποικιλίες.

Εκτιµάται ότι για κάθε εκατό µέτρα, µέχρι τα πεντακόσια συνολικά, η θερµοκρασία µειώνεται κατά 0,6οC, γεγονός που καθυστερεί την ωρίµανση για 2-3 ηµέρες.

Η φυσική του εδάφους

Τα βαρύτερα, αργιλώδη εδάφη συγκρατούν περισσότερη υγρασία και συχνά εξασφαλίζουν αυξηµένες αποδόσεις, όµως καθυστερούν την ωρίµανση και τη συγκέντρωση των σακχάρων στις ράγες, ενώ παρουσιάζουν ένα µεγαλύτερο ποσοστό αζωτούχων ενώσεων, τανινών, καθώς και αυξηµένη οξύτητα.

Η άργιλος των εδαφών αυτών ευνοεί το χρωµατισµό του σταφυλιού, άρα και την παραγωγή κόκκινων κρασιών, όµως για να το κάνει αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στις αρδεύσεις κατά την περίοδο της ωρίµανσης, οι οποίες πρέπει να περιορίζονται ή και να διακόπτονται ώστε να διευκολυνθεί η συσσώρευση των σακχάρων που θα δώσουν και χρώµα (ανθοκυανίνες) και κάποιους βαθµούς παραπάνω.

Σ’ αυτά ο βροχερός καιρός δίνει ευκολότερα βορύτη.

Τα αµµώδη εδάφη, από την άλλη, επειδή ζεσταίνονται ευκολότερα, εξασφαλίζουν πρωιµότητα στην ωρίµανση, γεγονός σηµαντικό για τις πρώιµες επιτραπέζιες ποικιλίες. Οι οινοποιήσιµες όµως ποικιλίες, στα ελαφρά εδάφη, δύσκολα δίνουν στο κρασί την επιθυµητή οξύτητα, το χρώµα και τους βαθµούς.

Ύστερα από όσα είπαµε βγαίνει εύκολα το συµπέρασµα ότι τα µέσης σύστασης εδάφη προσφέρουν τις ευνοϊκότερες συνθήκες για την ανάπτυξη του αµπελιού και την παραγωγή σταφυλιών και κρασιών υψηλής ποιότητας.

Στις βορειότερες περιοχές  η ύπαρξη σκελετικού υλικού στο έδαφος ασκεί θετική επίδραση την καλλιέργεια, επειδή τη νύχτα αποδεσµεύει σταδιακά τη θερµότητα που συσσώρευσε στη διάρκεια της ηµέρας.

«Ανάγλυφο έπος ο τόπος, / τα βουνά του υψώνουν το βαθµολόγιο της αξιοπρέπειας. / Στις πλαγιές τους οι θερµοσυλλέκτες λίθοι σαν φθόγγοι ιστορίας», γράφει ένα ποίηµα. «Οι θερµοσυλλέκτες λίθοι»…

Η προστασία της εδαφικής δοµής είναι δύσκολη υπόθεση στην αµπελοκαλλιέργεια. Πολυετής καλλιέργεια, µε πάρα πολλά περάσµατα µηχανηµάτων στη διάρκεια του έτους και αρκετές φορές σε ακατάλληλο χρόνο – αµέσως µετά από βροχή, µικρά ποσοστά οργανικής ουσίας κ.λ.π.

Με την ευκαιρία να πούµε ότι στις οινοποιήσιµες ποικιλίες, για την παραγωγή κρασιών ανώτερης ποιότητας, το ποσοστό της οργανικής ουσίας του εδάφους πρέπει να είναι χαµηλό (1-2%). Το επιτραπέζιο αµπέλι συχνά επωφελείται από µεγαλύτερα ποσοστά.

Η χηµεία του εδάφους

Θα πούµε δυο λόγια σχετικά µε το εδαφικό pH και το ανθρακικό ασβέστιο.

Τα θρεπτικά στοιχεία θα τα συναντήσουµε παρακάτω, καθώς αναλύουµε όψεις της βιολογίας του αµπελιού.

Εξ αιτίας της αυξηµένης οικολογικής πλαστικότητας, το αµπέλι µπορεί να καλλιεργηθεί σε µεγάλο εύρος εδαφικού pH.

Τα διάφορα υποκείµενα καλύπτουν όλο αυτό το εύρος, από το όξινο (Riparia gloire και Gravesac), µέχρι το πιο αλκαλικό (41B και Fercal). Η διασταύρωση Vinifera x Berlandieri (το 41Β), το 1882, έγινε ακριβώς γιατί και οι δύο γεννήτορές του, έχουν πολλή καλή προσαρµογή στα ασβεστούχα εδάφη.

Βέβαια, εντός των ορίων του υποκειµένου, η κάθε ποικιλία έχει µια στενότερη ζώνη όπου αισθάνεται καλύτερα.

Στα χαµηλά pH το αµπέλι αντιµετωπίζει τις αρνητικές συνέπειες του µαγγανίου και του αργιλίου ενώ στα υψηλά, του CaCO3.

Η ευρωπαϊκή κουλτούρα τοποθετούσε πάντα την ασβεστολιθική σύσταση του εδάφους στη βάση των ποιοτικών κρασιών, µε πλούσια αρώµατα και γεύση.

Στην Ελλάδα και σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο τα ασβεστολιθικά, λιγότερο ή περισσότερο, εδάφη φιλοξενούν τους πιο ονοµαστούς για τα κρασιά τους αµπελώνες. Μόνο για τη Γαλλία, αναφέρουµε: Βουργουνδία, Μπορντό, Καµπανία, κοιλάδα Ροδανού και δεν έχει τέλος. Το ίδιο ισχύει εν πολλοίς, για την Ιταλία και την Ισπανία.

Να είναι και ζήτηµα υποβολής; Πάντως απολαµβάνοντας την εξαιρετική ποιότητα ενός Chardonnay, από περιοχή της Καβάλας, το µυαλό µας πάει και στις χορηγίες  του Παγγαίου σε ασβέστιο, αλλά και στο ρυθµιστικό ρόλο της θάλασσας που συντηρεί την οξύτητά του.

Και φτάσαµε στην αµφισβήτηση, που εµάς εδώ, στην «Κυρά των Αµπελιών», που τον ασβέστη τον έχουµε πανταχού παρόντα, δεν µας πτοεί… «Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη», λέει ο Τάσος Λειβαδίτης και το αποθεώνει ο Στέλιος Καζαντζίδης!

Η αµφισβήτηση ήρθε κυρίως µετά την εµφάνιση των µεγάλων σχολών οινολογίας στην  Καλιφόρνια και στην Αυστραλία. Ίσως να προκύπτει από τις ιδιαιτερότητες της αµερικανικής αµπέλου που δεν αγαπά τον ασβέστη όσο η ευρωπαϊκή οινοφόρος άµπελος (vitis Vinifera). Πάντως συνεχίζει να επικρατεί η θέση που θέλει τον παράγοντα τόπο πρώτο µεταξύ πρώτων που όλοι, µαζί και µε ένα σύνολο άλλων χαρακτηριστικών, συγκροτούν το περιεχόµενο του γαλλικής προέλευσης όρου terroir.

ΦΥΤΟ

Το υποκείµενο, µια ενδιαφέρουσα ιστορία

Θα πούµε δύο κουβέντες παραπάνω για τα υποκείµενα και ολίγα σχετικά.

Ας ακολουθήσουµε µια ενδιαφέρουσα διαδροµή – ιστορική! – από τα µέσα περίπου του προ-περασµένου αιώνα:

Οι βοτανικές µελέτες – έντονες από εκείνη την εποχή στην Ευρώπη – έφεραν βιολογικό υλικό (φυτά) από την Αµερική και µαζί µε αυτό το ωίδιο. Η ανάγκη αντιµετώπισης του ωιδίου- µέχρι να ανακαλυφθούν οι ευεργετικές ιδιότητες του θείου- έφερε καινούργιο βιολογικό υλικό και µαζί του τη φυλλοξήρα και τον περονόσπορο. Έτσι ήρθαν η vitis Riparia κι αργότερα η vitis Rupestris, που τα βρήκαν όµως σκούρα µπρος στα ασβεστούχα ευρωπαϊκά εδάφη κι έτσι έφτασε προς ενίσχυση η vitis Berlandieri. Όµως, τα µοσχεύµατα της Berlandieri ριζοβολούν δύσκολα και από αυτή τη δυσκολία προέκυψε η ιδέα του υβριδισµού. Ξεκίνησε µε τα Riparia x Rupestris και γρήγορα έδωσε, µε το .. αίµα της Berlandieri και της Vinifera, το γνωστό µας 41Β. Και πάει λέγοντας.

Οι «µάχες» εκείνης της περιόδου βρίσκονται στις κορυφές της αµπελουργικής εποποιΐας!

Οι κλιµατικές συνθήκες που επηρεάζουν την ποικιλία, διαφοροποιούνται στα πλαίσια µιας ευρύτερης περιοχής, ενώ οι εδαφολογικές συνθήκες που επηρεάζουν το υποκείµενο, διαφοροποιούνται στα πλαίσια µικρότερων επιφανειών, ακόµα και στα πλαίσια του ίδιου του χωραφιού.

Η διαπίστωση αυτή από µόνη της είναι αρκετή για να αναδείξει τη µεγάλη σηµασία της γνώσης του υποκειµένου.

Τους πίνακες µε τα χαρακτηριστικά των υποκειµένων µε τους οποίους έχουµε εξοικειωθεί, τις περισσότερες ίσως φορές τους αντιµετωπίζουµε ως παρόχους πληροφοριών και όχι γνώσεων. Γνώση θεωρούµε την αιτιολογηµένη πληροφορία.

Είναι µακρύς και σπουδαίος ο δρόµος ως τους πίνακες… Η αρχιτεκτονική της ρίζας, το πλήθος των ριζών, η κατανοµή τους σε βάθος, το πάχος τους, ινώδεις; σαρκώδεις; γιατί οι σαρκώδεις αντιστέκονται καλύτερα στην αφυδάτωση και είναι ικανότερες στην πρόληψη των θρεπτικών από τις ινώδεις κλπ, κλπ.

Με τέτοιες µετρήσεις φτάσαµε και στους πίνακες. Μακρύς ο δρόµος, αλλά µε «σεντέφια και κοράλλια, κεχριµπάρια και έβενους και ηδονικά µυρωδικά κάθε λογής…» (Καβάφης, Ιθάκη)!

Όµως και χωρίς τα … σεντέφια, µε τις πληροφορίες και µόνο, αραιά και πού παρεισφρύει το υποκείµενο - µετά την αρχική επιλογή του, στη βάση του CaCO3–στις συζητήσεις περί του αµπελιού. Κι αν δεν ήταν τα τελευταία χρόνια, το επιτραπέζιο Crimson, µε την αδυναµία του να χρωµατίζει, θα του δίναµε ακόµη λιγότερη σηµασία.

Κι όλα αυτά ενώ έχουµε στη διάθεσή µας, πλήρη τα στοιχεία ταυτότητας των υποκειµένων (ανθεκτικότητα στο CaCO3, ζωηρότητα, ανθεκτικότητα στην ξηρασία, στην υγρασία του εδάφους, ευαισθησίες στις ελλείψεις θρεπτικών κ.λ.π.), και µπορούµε να αντιληφθούµε πώς αυτά, έµµεσα ή άµεσα, αντανακλούν στη θρέψη του αµπελιού (Πίνακας 1).

Μπορούµε λ.χ. να γνωρίζουµε ότι το SO4 είναι ευαίσθητο στις ελλείψεις µαγνησίου και όταν είναι µαζί µε ποικιλίες παρόµοιας ευαισθησίας, όπως οι Cabernet Sauvignon, Syrah, Ugni blanc, Ασύρτικο, είναι εύκολο να δώσει ξήρανση ράχης.

 Γνωρίζοντας λοιπόν την αδυναµία τού υποκειµένου να προσλάβει το µαγνήσιο θα προσέξουµε ιδιαίτερα τις διαφυλλικές εφαρµογές και φυσικά δεν θα το φορτώσουµε µε κάλιο.

Είναι διαπιστωµένο ότι τα υποκείµενα που έχουν ευαισθησία στην έλλειψη µαγνησίου (SO4, Fercal, 110R,) προσλαµβάνουν εύκολα το κάλιο, ενώ όσα έχουν ευαισθησία στην έλλειψη καλίου (1103Ρ, 140Ru, 41B, 420A) προσλαµβάνουν εύκολα το µαγνήσιο.

Όταν λοιπόν µια ποικιλία απαιτητική σε κάλιο, όπως το Merlot, το Ξυνόµαυρο κ.ά., είναι εµβολιασµένη σε υποκείµενο ευαίσθητο στην έλλειψη καλίου, θα έχουµε πρόβληµα αν δεν µεριµνήσουµε.

Η µικρορραγία που εµφανίζει το Merlot και είναι γνωστή ως «πρόβληµα του Merlot» σχετίζεται µε την έλλειψη µολυβδαινίου που εκδηλώνεται όταν αυτή βρίσκεται επάνω σε SO4 και 140Ru, κ.λ.π., κ.λ.π.

Συνεπώς, προσοχή στο υποκείµενο!

Ο αποθησαυρισµός

Το γυάλισµα ξεκινάει όταν ένα µεγάλο ποσοστό των σακχάρων που παράγονται µε τη φωτοσύνθεση, κατευθύνεται πλέον προς τις ράγες, αφού ο ρυθµός αύξησης της βλάστησης παρουσιάζει σηµαντική υποχώρηση. Τότε ξεκινάει και η ωρίµανση του ξύλου.

Η γλυκόζη µετατρέπεται σε σακχαρόζη και µεταφέρεται στο ξύλο, όπου το ενζυµικό του οπλοστάσιο τη µετατρέπει σε πολυσακχαρίτες (ηµικυτταρίνη, κυτταρίνη, λιγνίνη και άµυλο), όπως και αποθηκεύονται. Έτσι ξεκινάει η ξυλοποίηση της  βλάστησης και ο αποθησαυρισµός του αµύλου στα πολυετή ξυλώδη τµήµατα του φυτού. Ο αποθησαυρισµός είναι πολλή σπουδαία υπόθεση.

Επηρεάζει  τόσο το ξεχειµώνιασµα του αµπελιού, όσο και την επόµενη άνοιξη. Την προστασία του από τις παγωνιές της και όλες τις βιολογικές διεργασίες, πηγαίνοντας προς την άνθηση, µέχρις ότου η νέα βλάστηση, καταστεί ικανή να επιτελέσει το έργο της.

Η ξυλοποίηση ευνοείται από τα ίδια µέτρα που πρέπει να λαµβάνονται για την ωρίµανση των σταφυλιών.

Εκτός από το υποκείµενο, την ποικιλία, τις ασθένειες, τις θερµοκρασίες και τις βροχές την επηρεάζει η αγροτεχνική.

Το υπερβολικό φορτίο περιορίζει τις πρώτες ύλες της ξυλοποίησης και του αποθησαυρισµού. Το ίδιο κάνει και η υπερβολική βλάστηση που παράγει το µεγάλο ύψος των αρδεύσεων, η παράτασή τους καθώς και το πολύ άζωτο.

Μια αιτία στην οποία έχει αποδοθεί η µειωµένη αντίσταση του αµπελιού στις παγωνιές, είναι η όψιµη είσοδός του στο λήθαργο, λόγω της αυξηµένης περιεκτικότητας των ιστών σε γιββερελλίνες (προϊόν της παρατεταµένης φρέσκιας βλάστησης) και της µειωµένης σε ΑΒΑ (Westwood M.N., 1970).

Tα σηµαντικότερα όπλα του αµπελιού απέναντι στις παγωνιές είναι κυρίως τα απλά σάκχαρα που δηµιουργούνται στο ξύλο από την υδρόλυση του αµύλου.

Στη διαδικασία της παραγωγής του εν λόγω … οπλικού συστήµατος η ταχύτητα υδρόλυσης του αµύλου, που διαφέρει από ποικιλία σε ποικιλία, είναι εξίσου ή και περισσότερο σηµαντική από το µέγεθος του αποθέµατος.

Αντιλαµβανόµαστε ότι το αµπέλι, όπως όλα τα φυτά, χρειάζεται θρεπτική ισορροπία, που σηµαίνει πως και το λίγο βλάπτει.

∆εν πρέπει να του λείψει το κάλιο- ιδιαίτερα στα µεγάλα φορτία- που ευνοεί τη συσσώρευση των σακχάρων και προετοιµάζει το αµπέλι ώστε να αντέξει στις αντιξοότητες του Χειµώνα και της Άνοιξης.

Φυσικά ούτε το άζωτο πρέπει να λείψει,στη λογική που έχει αποτυπωθεί στη ρήση που λέει ότι, την άνοιξη το αµπέλι παίρνει το άζωτο από το ξύλο και το κάλιο από το έδαφος.

Η µικρή συµµετοχή του εδαφικού αζώτου στη θρέψη του αµπελιού κατά την έναρξη της βλάστησης, υποστηρίζεται και από αναλύσεις του χυµού της δακρύρροιας, πρέµνων που δέχτηκαν και που δεν δέχτηκαν αζωτούχο λίπανση. Τα αποτελέσµατα δεν έδωσαν διαφορές ως προς την περιεκτικότητα σε άζωτο () (Roubelakis–Angelakis και Kliewer, 1979).

Είναι ενδιαφέρον να πούµε στο σηµείο αυτό, ότι και µετά τον τρύγο, το αµπέλι µπορεί ακόµη να προσλάβει άζωτο και άλλα θρεπτικά, ιδιαίτερα στα θερµότερα κλίµατα όπως το δικό µας. Αυτή τη δυνατότητα δεν πρέπει να την ξεχνάµε. Ας προχωρήσουµε παρακάτω.

Η συσσώρευση του αµύλου στο ξύλο συνεχίζεται µε µεγαλύτερη ένταση µετά την ωρίµανση των σταφυλιών και διαρκεί µέχρι το κιτρίνισµα και την πτώση των φύλλων.

Στο κιτρίνισµα έχουµε το λεγόµενο «µέγιστο του αµύλου» στους βλαστούς.

Τα φύλλα πριν πέσουν αφήνουν στο πρέµνο ότι δεν χρησιµοποίησαν για τις δικές τους ανάγκες. Η αποδηµία των ανόργανων και οργανικών ουσιών προς το πρέµνο και συνεπώς η αλλαγή της χηµικής σύνθεσης του φύλλου είναι αυτή που προκαλεί το µεταχρωµατισµό του, το κιτρίνισµα.

Όλα αυτά συνιστούν τον αποθησαυρισµό, την αποταµίευση για την επόµενη χρονιά, έως ότου το φυτό φτιάξει µια φυλλική επιφάνεια ικανή να ικανοποιεί τις ανάγκες του και να µην βασίζεται στα «δάνεια» της προηγούµενης φυλλωσιάς.

∆ακρύρροια

Η έξοδος του αµπελιού από το λήθαργο (µεταλήθαργο) και η είσοδός του στην ενεργό αύξηση, σηµατοδοτείται από την έναρξη της δακρύρροιας η οποία ξεκινά όταν η θερµοκρασία του εδάφους φτάσει κοντά στους 10οC ή ακόµα περισσότερο, ανάλογα µε το υποκείµενο.

Η ποσότητα του χυµού που εκκρίνεται µε τη δακρύρροια κυµαίνεται µεταξύ 0,2-0,3 και 5-8 I/πρέµνο.

Ο χυµός περιέχει 1-3 g/l ξηρά ουσία και είναι πλούσιος σε οργανικές ουσίες (κυρίως σάκχαρα, 1-2%, από την υδρόλυση του αµύλου, αζωτούχες ενώσεις, κυτοκινίνες κ.ά.) καθώς και ανόργανες (φωσφόρο 15-25 mg/l, κάλιο 65-155 mg/l, ασβέστιο 125-165 mg/l, µαγνήσιο 10-25 mg/l κ.λ.π.).

Τα ζωηρά και τα µεγαλύτερης ηλικίας πρέµνα χάνουν περισσότερους χυµούς κατά τη δακρύρροια. Το ίδιο συµβαίνει και στα αυστηρά κλαδέµατα, γιατί η τοµή βρίσκεται πλησιέστερα στη ρίζα. Αυτός είναι ο λόγος που στα ψηλά σχήµατα το αµπέλι δακρύζει λιγότερο.

Η µεγαλύτερη δακρύρροια παρατηρείται στο τέλος του φουσκώµατος, λίγες ηµέρες πριν την εκβλάστηση των οφθαλµών, για να µειωθεί από την έναρξή της και µετά, αφού ο χυµός της κατευθύνεται πλέον προς αυτούς.

Τα κλαδέµατα που γίνονται µετά την έκπτυξη των οφθαλµών παρουσιάζουν µειωµένη δακρύρροια.

Λιγότερες απώλειες χυµού παρατηρούνται και όταν οι τοµές γίνονται στον κόµπο (διάφραγµα).

Γεροντότεροι αµπελουργοί χρησιµοποιούσαν το χυµό της δακρύρροιας, λόγω της σύνθεσής του, στις παθήσεις των οφθαλµών. Εµείς δεν γνωρίζουµε την ωφέλεια, εκείνοι ήξεραν καλύτερα. Πάντως µε βεβαιότητα, ο χυµός της δακρύρροιας ενυδατώνει τους οφθαλµούς του αµπελιού, τους φουσκώνει και δίνει το ερέθισµα για την εκβλάστησή τους.

Η βλάστηση

Το φούσκωµα (διόγκωση) των οφθαλµών είναι το πρώτο στάδιο της εκβλάστησής τους.

Στην πρώτη περίοδό της, η βλάστηση, αλλά και όλες οι διεργασίες που τότε λαµβάνουν χώρα, βασίζονται, όπως ήδη είπαµε, στις αποθησαυρισµένες ουσίες και αργότερα στη φωτοσυνθετική δραστηριότητα της αναπτυσσόµενης φυλλικής επιφάνειας.

Το αµπέλι είναι φυτό έντονης αύξησης, µε την ετήσια βλάστηση να φτάνει τα πέντε - έξι µέτρα.

Η θερµοκρασία είναι ο σηµαντικότερος παράγοντας που επηρεάζει τους ρυθµούς αύξησης. Αν µέχρι την άνθηση ο καιρός είναι σχετικά ζεστός, τότε οι µέγιστοι ρυθµοί συµπίπτουν µε την έναρξή της, διαφορετικά µπορεί να καθυστερήσουν λίγο.

Εξαιτίας των υψηλών αναγκών σε φωτοσυνθετικά υλικά, κατά την άνθηση και µετά, η αύξηση των  βλαστών επιβραδύνεται (αν, για πειραµατικούς λόγους, αφαιρεθούν οι ταξιανθίες, η αύξησή τους συνεχίζεται απρόσκοπτα), παραµένοντας ωστόσο στα πλαίσια των υψηλών ρυθµών.

Στην αρχή της βλαστικής περιόδου, το 65% περίπου του συνόλου των αυξήσεων πραγµατοποιούνται στη διάρκεια της ηµέρας, αργότερα, τον Ιούνιο, οι αυξήσεις της ηµέρα και της νύχτας εξισώνονται, ενώ στις µεγάλες ζέστες του Ιουλίου, οι αυξήσεις της ηµέρας αντιπροσωπεύουν µόλις το 33% του συνόλου (Nicov, 1962).

Η µείωση των αυξήσεων της ηµέρας το καλοκαίρι, είναι συνέπεια του θερµικού και υδατικού στρες, που είναι µεγαλύτερο στη διάρκειά της από ότι τη νύχτα. Συνεπώς το νερό επηρεάζει σηµαντικά τους ρυθµούς αύξησης της βλάστησης. Μαζί µε το νερό και τα θρεπτικά, δηλαδή η λίπανση και δεν τελειώνουν εδώ οι επιδραστικοί παράγοντες. Η ποικιλία, το υποκείµενο, η ηλικία, τα κλαδέµατα, ο αποθησαυρισµός…

Οι ρυθµοί αύξησης της βλάστησης πέφτουν γρήγορα στην έναρξη της ωρίµανσης (γυάλισµα), οπότε κυριαρχούν οι διαδικασίες µαζικής απόθεσης αµύλου στους βλαστούς και σακχάρων στα σταφύλια. Οι βλαστοί παίρνουν κι αυτοί σιγά – σιγά το καφετί χρώµα της ωριµότητάς τους.

Ταυτόχρονα µε την αύξηση των βλαστών, αυξάνονται και τα συναφή όργανα, δηλαδή φύλλα, ταξιανθίες, έλικες, σταφύλια.

Τα φύλλα για να γίνουν χρήσιµα στο φυτό, πρώτα πρέπει να δουλέψουν για τον εαυτό τους, να οργανωθούν τα ίδια κι αφού γίνει αυτό, µπορούν να ενδιαφερθούν και για τους άλλους, να γίνουν δηλαδή δότες, εξαγωγείς µεταβολιτών.

Στα νεαρά φύλλα η φωτοσυνθετική ένταση είναι χαµηλή και αυξάνεται µε τον καιρό. Στις 15-18 ηµέρες από την εµφάνισή τους, όταν αποκτούν το 50% και παραπάνω του τελικού τους µεγέθους, παράγουν πλέον και για τους άλλους. Για τους βλαστούς στην αρχή και αργότερα για τις ταξιανθίες (Leonard και Weaver, 1961). Στις 35 περίπου ηµέρες µετά το ξετύλιγµά τους, όταν έχουν αγγίξει το 90-100% της τελικής τους επιφάνειας, φτάνουν στο µέγιστο της φωτοσυνθετικής τους ικανότητας.

Αφού µείνουν εδώ, δύο ίσως και τρεις εβδοµάδες, αρχίζουν σιγά- σιγά να χάνουν τις ικανότητές τους για να φτάσουν, µετά από τέσσερις µήνες, κοντά στο µισό τους.

Η βραδύτητα της µείωσης εξαρτάται από τις απαιτήσεις των οργάνων καταναλωτών σε µεταβολίτες, αυξανόµενες από το δέσιµο µέχρι το γυάλισµα, που διατηρούν σε καλά επίπεδα την παραγωγή σακχάρων στα φύλλα.

Φυσικά αυτό δεν µπορεί να διαρκέσει – το φάρµακο της αειζωΐας δεν το βρήκε, ευτυχώς, ακόµη ούτε το φυτικό ούτε το ζωικό βασίλειο – και γι’ αυτό η µέγιστη φωτοσυνθετική ικανότητα µετακοµίζει σιγά - σιγά προς τα ανώτερα φύλλα του βλαστού. Μια καλύτερη  παραγωγικότητα, για περισσότερο χρόνο, µέχρι και ένα µήνα πριν ωρίµανση παρουσιάζουν τα φύλλα πίσω από το σταφύλι.

Το αίτιο και το αιτιατό

Κοντά στην άνθηση της παρούσης χρονιάς, ξεκινά και η διαφοροποίηση των οφθαλµών που θα ανθίσουν την επόµενη χρονιά.

Σε τέτοιες µεγάλες χρονικές αποστάσεις η ανίχνευση της σχέσης αιτίου και αιτιατού δεν ήταν πάντα εύκολη.

Σε µια άλλη περίπτωση µάλιστα, η δυσκολία αυτή είχε συνέπειες που σήµερα µας κάνουν να γελάµε.

Επιστρέφοντας ο ιθαγενής του Τροµπράϊαντ, µας πληροφορεί ο Μαλινόφσκι, από ένα µακροχρόνιο ταξίδι, θα ένοιωθε ενθουσιασµένος να βρει στην καλύβα του ένα ακόµη κουτσούβελο, αφού για τους Μελανήσιους η πατρότητα ήταν ένας ανόητος µύθος των ιεραποστόλων, τη στιγµή που εκείνοι γνώριζαν µε βεβαιότητα, ότι τα πνεύµατα βάζουν τα παιδιά στην κοιλιά της µάνας… Μάλιστα!

Εµείς πάντως οφείλουµε να γνωρίζουµε ότι η παραγωγή και τα χαρακτηριστικά της είναι δικό µας παιδί.

∆ιαφοροποίηση οφθαλµών - άνθηση

Η διαφοροποίηση των οφθαλµών  της παρούσας άνθησης ξεκινά από την άνθηση της προηγούµενης χρονιάς.

Προηγείται ένα µικρό, εισαγωγικό χρονικό διάστηµα (για το Μοσχάτο Αλεξάνδρειας και τη Σουλτανίνα, λ.χ., περίπου τρεις εβδοµάδες), που ονοµάζεται ανθική επαγωγή.

Σε συνθήκες αγρού η ανθική επαγωγή εµφανίζεται, όπως αντιληφθήκαµε, πλησίον της άνθησης και στη διάρκεια της άνθησης- αργά ή γρήγορα, ανάλογα µε την ποικιλία – ξεκινά η διαφοροποίηση.

Στην ανθική επαγωγή, κυρίαρχος είναι ο ρόλος των γιββερελλινών ενώ στη διαφοροποίηση κυριαρχούν οι κυτοκινίνες που οδηγούν στις καταβολές των ταξιανθιών. Την επόµενη χρονιά θα εµφανιστούν οι ανθικές καταβολές και αργότερα τα άνθη.

Προσοχή, η πολλή έντονη βλάστηση – λόγω εδαφοκλιµατικών συνθηκών ή / και αγροτεχνικής, λ.χ. λόγω υπερβολικού αζώτου – παρατείνει την κυριαρχία των γιββερελλινών και τότε αντί να σχηµατιστούν καταβολές ταξιανθιών, σχηµατίζονται καταβολές ελίκων.

Ο Λογοθέτης (1971) διαπιστώνει ότι, στις συνθήκες της χώρας µας, η διαφοροποίηση των οφθαλµών ξεκινά από τη δεύτερη εβδοµάδα του Μάη, όταν οι βλαστοί έχουν αποκτήσει τουλάχιστον 30-50 εκ. µήκος.

Πιο συγκεκριµένα, για το Μοσχάτο Αµβούργου, η έναρξή της τοποθετείται µεταξύ 10 και 20/5, όταν οι βλαστοί έχουν ξεπεράσει τα 40 εκ., για το Ραζακί µεταξύ 19 και 21/5, σε µήκος βλαστών 80-100 εκ., ενώ για τη Σουλτανίνα, µεταξύ 24 και 26/5 σε, παρόµοιο µήκος βλαστών.

Η διάρκεια της διαφοροποίησης του κάθε οφθαλµού, διαφέρει από ποικιλία σε ποικιλία και από οφθαλµό σε οφθαλµό, στην ίδια ποικιλία.

Η διαφοροποίηση συνεχίζεται για µεγάλο χρονικό διάστηµα, διατρέχει όλον τον προλήθαργο, από την άνθηση και µετά, στη διάρκεια του οποίου κυρίαρχος είναι ο ρόλος των αυξινών – οι οποίες τον προκαλούν –και διακόπτεται µε την έναρξη του ενδογενούς ληθάργου, στην ωρίµανση του ξύλου, όταν τη σκυτάλη παραλαµβάνει το ΑΒΑ (αµπσισικό οξύ) ή αργότερα, µε την έλευση των χαµηλών θερµοκρασιών του χειµώνα. Αυτές προκαλούν την πτώση των φύλλων και εξασθενούν την επίδραση του ΑΒΑ στους οφθαλµούς, αλλά δεν τους επιτρέπουν να βλαστήσουν (εξωγενής λήθαργος ή µεταλήθαργος).

Τη δεύτερη εκδοχή την υποστήριξε ένθερµα, από νωρίς (1956), η Ρουµάνα ερευνήτρια Victoria Lepadatu, η οποία δηµιούργησε την γνωστή µας, πρώιµη ποικιλία Victoria, από το όνοµά της, και η οποία για πολλά χρόνια γνώρισε τεράστια εµπορική επιτυχία.

Την θέση αυτή στηρίζει η παρατήρηση πως στην πτώση των φύλλων, βρέθηκαν περισσότεροι οργανωµένοι οφθαλµοί από όσους είχαν βρεθεί στην έναρξη του ενδογενούς ληθάργου.

Στις αρχές του νέου έτους, η δακρύρροια µας δείχνει ότι η θερµοκρασία έφτασε και ξεπέρασε τους 10οC. Σε λίγο οι οφθαλµοί φουσκώνουν και τα φύλλα αρχίζουν να ξετυλίγονται. Στη φάση αυτή προχωρά  µε ένταση η δηµιουργία των ανθικών καταβολών.

Σε λίγο – όταν ο βλαστός φτάσει στα 6-7 εκ. – εµφανίζονται οι ταξιανθίες, οι σταφυλές. Αυτές, στην αρχή µεγαλώνουν µε πολύ γοργούς ρυθµούς οι οποίοι αργότερα επιβραδύνονται, για να σταµατήσουν τελείως πλησίον της άνθησης, να ξαναξεκινήσουν όµως στην πλήρη άνθηση, να φτάσουν γρήγορα στο µέγιστο, όταν οι ράγες αποκτούν µέγεθος µπιζελιού και να ξαναπέσουν σύντοµα και απότοµα στην αρχή και βραδύτερα ύστερα.

Φτάσαµε λοιπόν στην άνθηση, την περάσαµε κιόλας, ύστερα από έναν χρόνο…

Η άνθηση ξεκινά στους 15-17οC και συναντά τις πλέον ευνοϊκές συνθήκες στους 20-25οC.

Από ’δω και πέρα οι ρυθµοί αύξησης της βλάστησης βαίνουν βραδέως µειωµένοι, αφού τα προϊόντα της φωτοσύνθεσης  τα διεκδικούν κι άλλοι.

Ζητήµατα αγροτεχνικής

Μεγάλη είναι η σηµασία του αποθησαυρισµού, τόσο στην ανθική επαγωγή και στη διαφοροποίηση των οφθαλµών (σχηµατισµός καταβολών ταξιανθιων) για την άνθηση της επόµενης χρονιάς, όσο και στην οργάνωση του άνθους (ανθικές καταβολές) για την παρούσα άνθηση, τη γονιµοποίηση και την καρπόδεση.

Για να µπορεί να στέλνει ικανές ποσότητες σακχάρων στα αναπαραγωγικά όργανα η νέα βλάστηση, πρέπει να διαθέτει έναν ελάχιστο αριθµό φύλλων, τουλάχιστον δώδεκα σύµφωνα µε τις έρευνες.

Το άζωτο της λίπανσης που επηρεάζει περισσότερο από όλα τα θρεπτικά το µέγεθος της βλάστησης, πρέπει να οδηγεί σε µια κανονικής ζωηρότητας βλάστηση. Οι υπερβολές είναι βλαπτικές και οδηγούν σε αυξηµένες απαιτήσεις για χλωρά κλαδέµατα. Οι απαιτήσεις αυτές, βέβαια είναι και θέµα ποικιλίας, υποκειµένου και βροχοπτώσεων.

Τα χλωρά κλαδέµατα πριν την άνθηση, όπως το κορυφολόγηµα, το βλαστολόγηµα και το ξεφύλλισµα, στα χέρια έµπειρων κλαδευτών, έχουν σπουδαία σηµασία αφού επηρεάζουν θετικά τη διαφοροποίηση, περιορίζουν την ανθόρροια και ενισχύουν την καρπόδεση.

Το ζήτηµα συνδέεται µε την ικανοποίηση των θρεπτικών αναγκών του άνθους και του λανθάνοντος οφθαλµού, αλλά και µε τις απαιτήσεις της ποικιλίας σε ένταση και διάρκεια φωτισµού. Η σύγκριση µεταξύ των εξωτερικών οφθαλµών, που δέχονται άµεσα το ηλιακό φως και των εσωτερικών το αποδεικνύει αυτό.

Οι επιβραδυντές αύξησης λειτουργούν προς την ίδια κατεύθυνση που λειτουργούν και τα χλωρά κλαδέµατα, παρεµποδίζοντας τη δράση των γιββερελλινών και ενισχύοντας, έµµεσα, τις κυτοκινίνες.

Η εφαρµογή, εξωγενώς, των τελευταίων, ευνοεί τη διαφοροποίηση, εµποδίζει την ανθόρροια και ενισχύει την καρπόδεση και την αύξηση του µεγέθους της ράγας.

Παλαιότερα πειράµατα σε Κορινθιακή σταφιδάµπελο µε προϊόντα, στη βάση της 6-βενζυλαµινοπουρίνης (κύριος σκοπός τους ήταν η προσυλλεκτική εφαρµογή σε φυλλώδεις καλλιέργειες, όπως σαλάτα, λάχανο κ.λ.π., ώστε να διατηρούν, µετασυλλεκτικά, τη φρεσκάδα τους), µε εφαρµογές  τέσσερις ηµέρες πριν την άνθηση, τριπλασίασαν την παραγωγή σταφυλιών (Weaver R. και Overbeek J., 1963).

Πάµε στο φωσφόρο τώρα:

Ο φωσφόρος έχει πάντα το ρόλο να επεµβαίνει διορθωτικά στις υπερβολές του αζώτου.

Έχει όµως ισχυρή παρουσία και στους οφθαλµούς, τους οποίους συνοδεύει ως µέρος των νουλεϊνικών οξέων – από την ανθική επαγωγή µέχρι την επόµενη άνοιξη στο σχηµατισµό των ανθικών καταβολών, λίγο καιρό πριν ανθίσουν.

Το λέµε αυτό γιατί η δηµιουργία των καταβολών της ταξιανθίας στους οφθαλµούς είναι ανάλογη µε την παραγωγή νουκλεϊνικών οξέων (RNA, DNA) και πρωτεϊνών στο φύλλο.

Ο φωσφόρος ευνοεί τόσο τη διαφοροποίηση όσο και την άνθηση.

Πρέπει βέβαια να γνωρίζουµε ότι το ζήτηµά του σε σηµαντικό βαθµό, είναι ζήτηµα βελτιωτικών εφαρµογών. Οι ετήσιες βασικές λιπάνσεις αποδίδουν καλύτερα, στη βάση µιας διαχρονικής υψηλής φωσφορικής γονιµότητας του εδάφους.

Οι διαφυλλικές εφαρµογές φωσφόρου, δυο – τρεις ή και παραπάνω, ξεκινώντας µάλιστα από τις µετασυλλεκτικές, σε περιπτώσεις οριακών τιµών επάρκειας (φυλλοδιαγνωστική), δίνουν πολύ καλά αποτελέσµατα. ∆εν πρέπει να µας διαφεύγει και ο ρόλος των µυκορριζών στην τροφοδοσία του αµπελιού µε φωσφόρο.

Για το κάλιο θα σταθούµε στην … πανταχού παρούσα – βιβλιογραφικά -έρευνα του Christensen P. (1975) σε Σουλτανίνα, στην Καλιφόρνια, σύµφωνα µε την οποία η καλιούχος λίπανση αύξησε την παραγωγή της κατά 45% τον πρώτο χρόνο και κατά 156% το δεύτερο! Το γεγονός αποδίδεται κυρίως στην επίδραση που έχει το κάλιο στο µέγεθος των καταβολών των ταξιανθιών, ήτοι στη διαδικασία της διαφοροποίησης.

Να θυµηθούµε ότι το κάλιο, γι’ αυτές τις δουλειές, το αµπέλι το παίρνει από το έδαφος (ενώ το άζωτο από το ξύλο).

Όχι ότι δεν παίρνει κι από το ξύλο αλλά το περισσότερο είναι από το έδαφος (Obbink J.G. και συν., 1973).

Φυσικά η προσφορά του καλίου δεν εξαντλείται εδώ. Η συµµετοχή του στο φυτικό µεταβολισµό είναι αναναντικατάστατη.

Να προσθέσουµε ότι σύµφωνα µε τα ευρήµατα του Cikuaseli (1966), σε πειράµατα µε Ρ32, το κάλιο συµβάλει στη συσσώρευση του φωσφόρου στο υπέργειο τµήµα του αµπελιού.

Μια ισορροπηµένη σχέση ΝΡΚ σχετίζεται µε την επαρκή παραγωγή κυτοκινινών από τις ρίζες (JakoN., 1966).

Στη βάση αυτής της ισορροπίας αποδίδουν περισσότερο και οι φυλλοψεκασµοί µε ιχνοστοιχεία.

Έρευνες µε ραδιενεργά ισότοπα έχουν αποφανθεί θετικά για τη χρησιµότητα των φυλλοψεκασµών στο αµπέλι. Έχει βρεθεί λ.χ. ότι ο φωσφόρος, το κάλιο και τα ιχνοστοιχεία (Fe, Mn, Zn, B, Co) ευνοούν την παραγωγή και µεταφορά των σακχάρων στις ράγες, ότι το βόριο  µειώνει την ανθόρροια και την µικροραγία κ.λ.π., κ.λ.π.

Γάλλοι ερευνητές µάλιστα, θεωρούν ότι η διαφυλλική εφαρµογή θρεπτικών ευνοεί την κινητοποίηση των θρεπτικών αποθεµάτων του εδάφους (Mattard, 1959).

Από όσα είπαµε ως εδώ για τα µακροθρεπτικά, βγαίνει το συµπέρασµα ότι η συνήθης τακτική της NPK βασικής λίπανσης το χειµώνα και της Ν επιφανειακής το Μάρτη - όταν, όση και όποια χρειάζεται- είναι γερά θεµελιωµένη, ως γενική αρχή. Όλα αυτά βέβαια στη βάση της εδαφοανάλυσης και της φυλλοδιαγνωστικής.

Χρειάζεται όµως να δοθεί µεγαλύτερη σηµασία στις µετασυλλεκτικές λιπάνσεις (υδρολιπάνσεις) και να γίνουν περισσότερο µελετηµένες και στοχευµένες οι διαφυλλικές εφαρµογές.

Και βέβαια κάθε καινούργιο εφόδιο χρειάζεται στο αµπέλι, αρκεί να το πλησιάζει µε σεβασµό στον…∆ιόνυσο.

Από το δέσιµο στο γυάλισµα

Η αύξηση του µεγέθους της ράγας, ως ένα σηµείο, είναι ορµονικό ζήτηµα.

Στη µεγέθυνσή της κυρίαρχο ρόλο διαδραµατίζουν οι αυξίνες, οι γιββερελλίνες και οι κυτοκινίνες.

Οι δύο πρώτες παράγονται στη νέα βλάστηση και στα γίγαρτα ενώ οι κυτοκινίνες στη ρίζα και από εκεί µεταφέρονται προς τα πάνω.

Ένα συµπέρασµα λοιπόν είναι ότι οι απύρηνες ποικιλίες περιέχουν στη ράγα λιγότερες γιββερελλίνες. Έχει βρεθεί ότι η Κορινθιακή περιέχει λιγότερες από τη Σουλτανίνα, η οποία Σουλτανίνα, για να χοντρύνει ψεκάζεται συνολικά µε είκοσι «χάπια» GΑ3 (ή την ανάλογη σκόνη) ανά στρέµµα, µπορεί και παραπάνω!  Καταχρηστικά φυσικά.

Το άλλο συµπέρασµα είναι πως όσο περισσότερα είναι τα γίγαρτα στη ράγα, τόσο µεγαλύτερη µπορεί να γίνει η τελευταία.

Με βοήθεια των κυτοκινινών στην αρχή – µετά την άνθηση – η σάρκα της ράγας µεγαλώνει γρήγορα (κυτταροδιαιρέσεις), για 25 περίπου ηµέρες, ενώ ο φλοιός συνεχίζει να αυξάνεται για 10-15 ηµέρες ακόµη.

Έχει βρεθεί µια αύξηση του DNA στο περικάρπιο της ωοθήκης των λουλουδιών της ποικιλίας Syrah, στην αρχή της άνθησης, η οποία αύξηση συνεχίστηκε για 35 ηµέρες, µε την επιφάνεια του περικαρπίου, στο διάστηµα αυτό, να αυξάνεται 16 φορές (Ojeda και συν., 1999).

Μετά τις πρώτες 10-15 ηµέρες από τη γονιµοποίηση έχει ήδη ξεκινήσει και η επιµήκυνση των κυττάρων, µε κύριο συντελεστή τις γιββερελλίνες, οι οποίες θα συνεχίσουν τη δουλειά τους και µετά τη συνεργασία τους µε τις κυτοκινίνες, µέχρι το πέρας της ορµονοκεντρικής αύξησης.

Όλα όσα είπαµε (κυτταροδιαίρεση και επιµήκυνση) γίνονται µε την αµέριστη βοήθεια των αυξινών.

Μετά από την πρώτη φάση αύξησης που µόλις περιγράψαµε ακολουθεί µια δεύτερη, που την ονοµάζουµε φάση της … ετοιµότητας, (θα εξηγήσουµε γιατί), κατά την οποία η αύξηση της ράγας διακόπτεται, - το περικάρπιο ελάχιστα αυξάνεται – αρχίζει η αποδόµηση των πηκτινικών ουσιών που κρατούν συνεκτική, σκληρή τη ράγα, η πρασινάδα της (η χλωροφύλλη) µειώνεται και τα γίγαρτα πλησιάζουν στην ωριµότητά τους, δηλαδή σε λίγο θα είναι  ικανά να φυτρώσουν.

Η φάση αυτή είναι φάση ετοιµότητας και όχι στασιµότητας, απλά γιατί προετοιµάζει το µεγάλο άλµα στη µεγέθυνση που θα περιγράψουµε στη συνέχεια. Θα λέγαµε ότι είναι κάτι σαν εκείνο το ζύγισµα του Μίλτου Τεντόγλου, πριν από το άλµα! (ελπίζουµε σύντοµα να ξεπεράσει τα 8,60 µ.)…

Ύστερα από όσα έχουµε πει ως τώρα εύκολα αντιλαµβανόµαστε ότι η ράγα ανήκει στον τύπο της διπλής σιγµοειδούς καµπύλης αύξησης, µαζί µε την ελιά, το σύκο, το ροδάκινο κ.ά. (στον τύπο της απλής σιγµοειδούς ανήκουν, το µήλο, το αχλάδι, το αµύγδαλο, η τοµάτα, το πεπόνι κ.ά.).

Φυσικά, παράλληλα µε την αύξηση της ράγας, συνεχίζεται και η µειούµενη µεν αλλά ακόµη ταχεία αύξηση των βλαστών και της φυλλικής επιφάνειας.

Ξεχωρίσαµε το πρώτο σίγµα της διπλής σιγµοειδούς, λόγω του ότι εδώ, το νερό και το φαγητό, ποσοτικά τουλάχιστον διαδραµατίζουν καίριο ρόλο (σχήµα 1).

Η µεγαλύτερη κατανάλωση αζώτου, έως και 99%, γίνεται στην περίοδο της έντονης αύξησης των βλαστών και αναπαραγωγικών οργάνων.

Ο φωσφόρος και το κάλιο καταναλώνονται έντονα και στην περίοδο της ωρίµανσης της ράγας.

Από το τέλος της άνθησης µέχρι και την ωρίµανση, καταναλώνεται το 75% του συνολικού φωσφόρου και το 70% του συνολικού καλίου.

Η υψηλή αζωτούχος λίπανσης, σε οινοποιήσιµες ποικιλίες, είναι επιζήµια γιατί µειώνει τα σάκχαρα στις ράγες, ο χρωµατισµός τους είναι πληµµελής, ενώ αυξάνεται η περιεκτικότητά τους σε πρωτεΐνες, µε συνέπεια τον αυξηµένο κίνδυνο πρωτεϊνικού θολώµατος στο λευκό κρασί.

Το πρόβληµα της υψηλής αζωτούχου λίπανσης είναι σοβαρότερο όταν  στόχος της παραγωγής είναι ένα κρασί ποιότητας.

Με φειδώ και γνώση λοιπόν το άζωτο στις οινοποιήσιµες.

Μια γενική κατεύθυνση θα ήταν, όταν χρειάζεται να εφαρµοστεί µετά την άνθηση, να εφαρµόζεται νωρίς. Όσο αργότερα τόσο χειρότερα για ένα καλό κρασί.

Στις επιτραπέζιες ποικιλίες που το µέγεθος της ράγας είναι πρώτης προτεραιότητας παράγοντας, το ζήτηµα της χορήγησης του αζώτου τίθεται µε µεγαλύτερη ελαστικότητα, µε εξαιρέσεις φυσικά.

Για το φωσφόρο και την εφαρµογή του τα είπαµε στο προηγούµενο κεφάλαιο.

Έχουµε φυσικά αντιληφθεί τη σηµασία του και εδώ προσθέτουµε µόνο ότι συνδέεται µε την περιεκτικότητα σε αλκοόλ, µε τη µαλακότητα, αλλά και µε τα αρώµατα του κρασιού.

Όσον αφορά το κάλιο κι αυτό νωρίς πρέπει να εφαρµόζεται, κυρίως γιατί το απαιτεί ο καταλυτικός του ρόλος.

Το κάλιο δεν είναι δοµικό στοιχείο αλλά καταλυτικό, καταλύει πλήθος αντιδράσεων στο φυτικό κύτταρο και στο τέλος, αφού επιτελέσει το έργο του, θα πάει εκεί που είναι να πάει.

Στα έγχρωµα που κάποτε δυσκολεύονται να πάρουν χρώµα, όπως το Μοσχάτο στην ευρύτερη περιοχή του Τυρνάβου, το κάλιο ως θειϊκό κάλιο, όταν εφαρµόσθηκε λίγο πριν από το γυάλισµα ή στην έναρξή του, έφερε το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα (Πιστόλης Λ.Τ., αδηµοσίευτα στοιχεία).

Το επιτραπέζιο Crimson που δεν χρωµατίζει εύκολα, θέλει περισσότερο και οψιµότερο κάλιο, ως θειϊκό κάλιο, το περισσότερο στο γυάλισµα και στην ωρίµανση (Πιστόλης Λ.Τ., 2019).

Το θείο παρότι δεν είναι τόσο καλός συνοδός για το κάλιο (ακριβέστερα δεν είναι τόσο καλός χορηγός καλίου στο φυτό όσο τα µονοσθενή NO3- και Cl- ), στις περιπτώσεις αυτές έχει σπουδαίο ρόλο γιατί «τιθασεύει» το άζωτο και αφήνει τα σάκχαρα να φτιάξουν χρώµα.

Τα λευκά επιτραπέζια τα καταφέρνουν και µε λιγότερο κάλι.

Τα κόκκινα κρασιά ευνοούνται από µεγαλύτερες ποσότητες καλίου συγκριτικά µε τα λευκά.

Στα λευκά το πολύ βλάπτει γιατί θα κάνει το τρυγικό οξύ, ίζηµα τρυγίας, θα απωλέσουν την ευχάριστη, φρουτώδη γεύση τους και θα γίνουν επίπεδα.

Το τρυγικό και το µηλικό οξύ είναι τα κύρια οξέα της ράγας (το τρυγικό είναι η εξελληνισµένη απόδοση του όρου ταρταρικό, ώστε να συνδεθεί εµφανώς µε τον τρύγο, ενώ το µηλικό πήρε το όνοµά του από τα πράσινα µήλα όπου κυριαρχεί). Το µηλικό χρησιµοποιείται ως αναπνευστικό υπόστρωµα και γι’ αυτό σε περιοχές µε υψηλές θερµοκρασίες, το καλοκαίρι όπως είναι οι περισσότερες αµπελοπεριοχές της χώρας µας, τα ποσοστά του στη ράγα και στο κρασί είναι χαµηλά.

Σε δροσερές περιοχές (λόφοι, βόρεια έκθεση) και χρονιές, τα σταφύλια διατηρούν µεγαλύτερες ποσότητες µηλικού οξέος και δίνουν κρασιά πρόθυµα για µηλογαλακτική ζύµωση.

Η µηλογαλακτική ζύµωση που γίνεται µετά την ολοκλήρωση της αλκοολικής, µειώνει την οξύτητα και δίνει µια «βουτυρένια» γεύση στο κρασί, κυρίως στα αφρώδη, µε επιθετική οξύτητα κρασιά και στα κόκκινα που ευεργετούνται από την παλαίωση.

Το Chardonnay πάντως, όπου γης, δείχνει την έντονη προτίµησή του στη µηλογαλακτική ζύµωση.

Το τρυγικό οξύ είναι ένα σχετικά σταθερό οξύ µε «εχθρούς» τις βάσεις που παίρνει το αµπέλι από το έδαφος (Κ,Ca, Mg) και κυρίως το κάλιο.

Το µεγαλύτερο ποσοστό των οξέων του σταφυλιού προέρχεται από την οξείδωση και την αναγωγή των σακχάρων στα φύλλα του αµπελιού.

∆υο λόγια για το νερό κατά την περίοδο που εξετάζουµε.

Οι αρδεύσεις από το δέσιµο µέχρι πριν  το γυάλισµα επηρεάζουν σηµαντικά το µέγεθος της ράγας, µε κρίσιµες εκείνες που γίνονται στο πρώτο µισό αυτού του διαστήµατος.

Στο επιτραπέζιο σταφύλι η σηµασία τους είναι καθοριστική.

Πρέπει όµως να επισηµάνουµε ότι στις οινοποιήσιµες ποικιλίες για ποιοτικό κρασί, το µέγεθος της ράγας δεν είναι παράγοντας ποιότητας, το αντίθετο µάλιστα.

Αυτό συµβαίνει γιατί τα σηµαντικότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κρασιού (αρώµατα, γεύση, χρώµα) απαντώνται στο φλοιό της ράγας. Όταν λοιπόν ένα κιλό κρασί βγαίνει από περισσότερες ράγες τότε τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς που ξέρουν να το απολαµβάνουν.

Μια ήπια υδατική καταπόνηση µετά το δέσιµο, µειώνει το µέγεθος της ράγας και συνεπώς βελτιώνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, άρα και του κρασιού. Πρωϊµίζει επίσης την ωρίµανση.

Η ωρίµανση του σταφυλιού

Η ωρίµανση του σταφυλιού ξεκινάει µε το γυάλισµα. Η µεγέθυνση της ράγας στη φάση αυτή τελεί υπό ωσµωτικό και όχι ορµονικό έλεγχο. Η συσσώρευση των σακχάρων προκαλεί, ωσµωτικά, την είσοδο του νερού και κατ’ επέκταση τη διόγκωση της ράγας.

Στο στάδιο αυτό οι ράγες σχεδόν διπλασιάζουν τον όγκο τους.

Το γυάλισµα είναι µία αλµατώδης διαδικασία, στην ανάπτυξη του σταφυλιού. Η συσσώρευση των σακχάρων στις ράγες εξηγείται από την ανάσχεση της αύξησης των βλαστών, που έχει ως συνέπεια τα προϊόντα της φωτοσύνθεσης να κατευθύνονται πλέον προς αυτές.

Τα σάκχαρα δεν συνιστούν τώρα το κύριο υπόστρωµα της αναπνοής, ενώ όσο ζεσταίνει ο καιρός στην αύξησή τους  θα συµβάλλει και η βιοσύνθεση της γλυκόζης (γλυκονεογένεση) από το µηλικό οξύ.

Ο φλοιός της ράγας αλλάζει χρώµα, γίνεται ηµιδιαφανής – γυαλιστερός και αρχίζει να µαλακώνει εξ αιτίας της υδρόλυσης των πηκτινών (κυρίως του πηκτινικού ασβεστίου) που εξασφαλίζουν τη συνοχή του. Στα οινοποιήσιµα σταφύλια η υδρόλυση είναι καθολική, στα επιτραπέζια µόνο µερική.

Μετά το γυάλισµα που δεν διαρκεί πολύ (περίπου δέκα ηµέρες για τις ράγες ενός σταφυλιού) ξεκινά η κυρίως ωρίµανση.

Οι αρδεύσεις µετά το γυάλισµα αυξάνουν το µέγεθος της ράγας καθυστερούν όµως το χρωµατισµό και την ωρίµανση.

 Η υδατική καταπόνηση, όταν έχουµε στόχο την πρωίµιση, τα σάκχαρα και το χρώµα, είναι κατά κανόνα επιθυµητή. Όταν όµως η θερµοκρασία ξεπεράσει τους 35οC τότε η µεταφορά των σακχάρων στις ράγες εµποδίζεται.

Η έντονη υδατική καταπόνηση και οι υψηλές θερµοκρασίες κοντά στην πλήρη ωρίµανση, για να µην ζηµιωθούν τα σάκχαρα, επιβάλουν, ακόµη και τότε, µια ελαφρά άρδευση.

Για το χρώµα να πούµε απλά ότι ευνοείται από τους παράγοντες που ευνοούν τη συσσώρευση των σακχάρων, παράγωγο των οποίων είναι.

Ολόκληρο το αφιέρωμα της Agrenda στην καλλιέργεια αμπέλου είναι διαθέσιμο εδώ









Σχόλια (2)
Προσθήκη σχολίου

20-02-2023 02:25Γεώργιος Μανιατάκης

Πολύ καλό κείμενο συγχαρητήρια σας ευχαριστώ πολύ

Απάντηση

19-02-2023 14:29ΧΡΥΣΟΤΟΜΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

ΣΥΓΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Απάντηση
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία