Την αύξηση της παραγωγής σιτηρών στην ΕΕ ως το 2030, στηρίζει μια ταυτόχρονη αύξηση της ζήτησης κατά 4%. Ωστόσο η ανθρώπινη κατανάλωση ψωμιού σημείωσε μείωση τα τελευταία χρόνια, υποχωρώντας από τα 66 κιλά ανά άτομο ετησίως στα 60. Πάντως η κατανάλωση τροφίμων όπως μπάρες δημητριακών, πίτσας, γλυκών και ζυμαρικών, αναμένεται να παραμείνει σταθερή τα επόμενα χρόνια, επιτρέποντας ένα περιθώριο αύξησης της ζήτησης σε σκληρό σιτάρι, που όμως θα είναι μικρό. Μέχρι το 2020, η κατανάλωση σκληρού αναμένεται να φτάσει στους 9,4 εκατ. τόνους, με την ευρωπαϊκή παραγωγή να υποχωρεί στους 8,5 εκατ. τόνους, από τους 8,6 που ήταν το 2018, και τους 9,4 το 2017.
Μέσα στα επόμενα χρόνια, αναμένεται πως χώρες με παράδοση στην καλλιέργεια σιταριού, όπως είναι οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία, θα σταθεροποιήσουν τις εξαγωγές τους. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία, η Ουκρανία και το Καζακστάν, ανερχόμενοι παίκτες στο διεθνές εμπόριο σιτηρών, αναμένεται να συνεχίσουν την πρόσφατη επέκτασή τους, η οποία θα ενισχυθεί και από μεγάλες επενδύσεις σε επίπεδο παραγωγής και εφοδιαστικής αλυσίδας. Μάλιστα η Ρωσία, θα αυξήσει το μερίδιό της στην πίτα των παγκόσμιων εξαγωγών από το 20% περίπου που κατέχει τώρα, στο 23% ως το 2030. Βέβαια στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, το καλλιεργούμενο σιτάρι υστερεί από άποψη ποιότητας, κάτι που λειτουργεί ως ανάχωμα στην αύξηση των εξαγωγών, αφού κατά κύριο λόγο το σιτάρι έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες.
Οι τιμές των δημητριακών στην ΕΕ αναμένεται πάντως να παραμείνουν κάτω από τα επίπεδα των τελευταίων πέντε ετών, αλλά ταυτόχρονα πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο, και κινούμενες ανάμεσα στα 168 με 180 ευρώ ανά τόνο το 2030. Σημειώνεται σχετικά πως τα πρώτα χρόνια της εξεταζόμενης περιόδου, οι τιμές θα βρίσκονται σε επίπεδα χαμηλότερα αυτών που θα διαμορφωθούν προς το τέλος της δεκαετίας του 2020. Αρωγός σε αυτό θα είναι το σχετικά φθηνό ευρώ έναντι του δολαρίου, με την σχέση των δυο νομισμάτων να αναμένεται να αναθεωρηθεί κοντά στο 2020.