BACK TO
TOP
Ελαίας Καρπός

Χρυσός ο χυµός, ρέει όµως σε µια σκουριασµένη αλυσίδα

Πάνε τουλάχιστον 20 χρόνια από τότε που η Ελλάδα «κατάλαβε» ότι ο «χρυσός χυµός», το ελαιόλαδο, πρέπει επιτέλους να µπει σε φιάλες και να διακινείται τυποποιηµένο στη διεθνή αγορά αντί για χύµα στην Ιταλία. Κι έχουν ακουστεί τα µύρια όσα από επίσηµα χείλη (πρωθυπουργών, υπουργών, επικεφαλής φορέων) για την ανάγκη άντλησης της πραγµατικής υπεραξίας του «εθνικού προϊόντος» από τις διεθνείς αγορές.

Χρυσός ο χυµός, ρέει όµως σε µια σκουριασµένη αλυσίδα

0
0
 Όµως σύµφωνα µε τα πρόσφατα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης το µερίδιο της διεθνούς αγοράς που κατέχει το ελληνικό ελαιόλαδο παραµένει καθηλωµένο στο 2% κατά το επτάµηνο του 2014, ελαφρώς αυξηµένο σε σύγκριση µε το αντίστοιχο διάστηµα του 2013 που ήταν 1,8%, όµως µειωµένο σε σχέση µε το 2012 που είχε ανέβει στο 2,1%. Σύµφωνα µε τα ίδια στοιχεία µόλις το 10% των ποσοτήτων που εξάγονται βρίσκεται µέσα σε συσκευασίες.  Κι όµως την ίδια ώρα η Τουρκία κατέχει ποσοστό 5,6% στα ράφια της διεθνούς αγοράς και βρίσκεται στην 3η θέση µετά την Ισπανία 51% και την Ιταλία 39%. Η Ισπανία µάλιστα τα τελευταία 15 χρόνια έχει κάνει άλµατα παραλαµβάνοντας τα «ηνία» της αγοράς από την Ιταλία,  αφού εξαγόρασε και µεγάλες ιταλικές επιχειρήσεις.

Το ερώτηµα είναι γιατί η Ελλάδα υστερεί; Γιατί, παρά τις µεγαλοστοµίες, εξακολουθεί να… προχωρά σηµειωτόν
Ο κλάδος δεν πάσχει από µελέτες, οι οποίες στο σύνολό τους υποδεικνύουν την ανάγκη να γίνει πιο ανταγωνιστικό το ελληνικό ελαιόλαδο. Οι ίδιες µελέτες κάνουν λόγο για αυξηµένο κόστος παραγωγής του ελληνικού ελαιόλαδου, λόγω των υψηλών τιµών σε λιπάσµατα κ.λπ., του πολυτεµαχισµένου αγροτικού κλήρου και του εξαιρετικά µεγάλου αριθµού ελαιουργείων και µικρών επιχειρήσεων. Επίσης, για δυσκολίες στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών αλλά και για απαρχαιωµένες µεθόδους εµπορίας (π.χ. οι Ισπανοί παραγωγοί πουλάνε καρπό και όχι λάδι). Κατά συνέπεια, ακόµα κι όταν οι Έλληνες πουλάνε στις ίδιες τιµές µε τους Ισπανούς, δεν αποκοµίζουν ίσο κέρδος. Η ανάγκη λοιπόν για υψηλότερη, σε σύγκριση µε την Ισπανία, τιµή παραγωγού, είναι µεγαλύτερη, ώστε να δίνονται κίνητρα στους Έλληνες να παράγουν µεγαλύτερες ποσότητες και αναβαθµισµένες ποιότητες.
∆εν πάσχει από επιδοτήσειςΕπίσης ο κλάδος δεν πάσχει από επιδοτήσεις! Κάθε άλλο µάλιστα… Έχει δαπανηθεί πακτωλός χρηµάτων για την τυποποίηση του ελαιόλαδου, την προβολή και την προώθησή του. Είναι κοινό µυστικό ότι στις αποθήκες ελαιοπαραγωγικών περιοχών σαπίζουν µηχανήµατα τυποποίησης λαδιού τα οποία είχαν επιδοτηθεί το ΄90. Ακολούθησαν οι περίφηµες δράσεις των Οργανώσεων Ελαιουργικών Φορέων (ΟΕΦ) µε επιδοτήσεις της τάξεως των δεκάδων εκατοµµυρίων, η προσφορά επιδοτήσεων µέσω του θεσµού «Κέρασµα», ενώ αξέχαστο θα µείνει το «έτος ελαιολάδου» όπως είχε κηρυχθεί το 2006 από τον τότε πρωθυπουργό, πράγµα που εντελώς πρακτικά σήµαινε ότι µέσα σε µία χρονιά καταβλήθηκε ποσό περίπου 5 εκατ. ευρώ για δράσεις προβολής και προώθησης του «εθνικού προϊόντος». Κι όµως, οι εξαγωγές τυποποιηµένου αποτελούν µόλις το 10% επί του συνόλου των εξαγωγών του προϊόντος. Κατά συνέπεια χρειάζεται έλεγχος της αποτελεσµατικότητας των επιδοτήσεων, πράγµα που προφανώς και δεν έχει γίνει.
Ο κλάδος δεν πάσχει και από ποιότητες! Αντιθέτως, οι σπάνιες εδαφοκλιµατικές συνθήκες της χώρας µας αποδίδουν σηµαντικές ποσότητες παρθένου ελαιόλαδου (τουλάχιστον 75% επί του συνόλου των περίπου 300.000 τόνων της µέσης ετήσιας παραγωγής). Το θέµα προκύπτει στη µετασυλλεκτική διαδικασία. Κι αυτό, διότι η συµπεριφορά κάθε «κρίκου της αλυσίδας»  (παραγωγοί, ελαιουργοί, έµποροι) απέναντι στο προϊόν, βάζει το δικό της λιθαράκι στην αναβάθµιση ή την υποβάθµιση της ποιότητας. Και δεν είναι µόνο οι οξύτητες το βασικό χαρακτηριστικό. Τα οργανοληπτικά στοιχεία παίζουν ρόλο κι αυτά έχουν να κάνουν µε σειρά θεµάτων όπως ο χρόνος έναρξης της ελαιοσυλλογής,  η κοινή άλεση, η ύπαρξη πλαστικοποιητών στις εγκαταστάσεις των µονάδων, οι συνθήκες αποθήκευσης. Ναι, οι οξύτητες στην Ελλάδα είναι  χαµηλές. Όµως αν ο Γερµανός ή ο Ιάπωνας βρίσκει αλλού ίδιες οξύτητες, αλλά καλύτερα οργανοληπτικά και χαµηλότερες τιµές, γιατί να µην τα προτιµήσει
Κατά το παρελθόν η χώρα µας δεν έπασχε από ισχυρές οργανώσεις (Ελαιουργική και Ενώσεις), αντίστοιχες µε της Ιταλίας και της Ισπανίας. Με µία διαφορά: Οι ελληνικές δεν είχαν προσανατολιστεί στις εξαγωγές τυποποιηµένου και προτιµούσαν τη λύση της εµπορίας χύµα. Ήταν άραγε απλά µία παράλειψη ή µήπως έχει να κάνει και µε συµφέροντα; Σε αυτό µπορούν να απαντήσουν µόνο η ∆ικαιοσύνη και η ιστορία.
Επίσης στη χώρα µας, κατά το παρελθόν, τα τραπεζικά δάνεια για την εµπορία του λαδιού ήταν µια εύκολη υπόθεση.  Όµως µε µία διαφορά: Τα επιτόκια που συνήθως κυµαίνονταν γύρω στο 12% (έναντι του 2 -3 % στις ανταγωνίστριες χώρες) ασκούσαν πιέσεις στην ανταγωνιστικότητα του λαδιού και εξωθούσαν τις επιχειρήσεις για γρήγορη ανακύκλωση χρηµάτων. Αυτό οδηγεί στην εµπορία χύµα. ∆ιότι στο εµπόριο τυποποιηµένου χρειάζεται στοκ  5 – 6 µηνών. Σήµερα οι δανειοδοτήσεις γίνονται πιο δύσκολα, όµως η απόκλιση των επιτοκίων µεταξύ της Ελλάδας και των ανταγωνιστριών χωρών εξακολουθεί να είναι υψηλή. Σε αυτό που πάσχει ο χώρος, είναι η διαµόρφωση και η τήρηση από τις κυβερνήσεις εθνικής πολιτικής για το «χρυσό και «συναλλαγµατοφόρο» προϊόν. Μια πολιτική που να περιλαµβάνει όλα τα στάδια από την παραγωγή µέχρι την κατανάλωση, που να ενθαρρύνει και να ελέγχει κάθε «κρίκο της αλυσίδας».  
Από το περιοδικό el, Φεβρουαρίου 2015

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία